Menu
RSS
Πέμπτη, 28/03/2024
kalimera-arkadia logo
kalimera Arkadia Facebook pageKalimera Arkadia TwitterKalimera Arkadia YouTube channel
ΚΤΕΛ Αρκαδίας

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ καύση τῶν νεκρῶν

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ καύση τῶν νεκρῶν

(Κείμενο ἀπό τό ἔντυπο

 

«Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεῦχ. 121, Ὀκτ. – Δεκ. 2022)

 

Σύντομο ἱστορικό τοῦ προβλήματος

 

Τό ζήτημα τῆς καύσης τῶν νεκρῶν ἐξακολουθεῖ νά διχάζει πολλούς στή χώρα μας, παρά τό γεγονός ὅτι θεωρεῖται σήμερα λελυμένο, τόσο ἐκ μέρους τῆς Πολιτείας, ὅσο καί ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μέν Πολιτεία ἐπιτρέπει πλέον καί νομικά τήν καύση τοῦ σώματος μετά τόν θάνατο σέ ὅσους τό ἐπιθυμοῦν, ἡ δέ Ἐκκλησία ἐμμένει σταθερά στήν παραδοσιακή ἄποψη ὅτι ἡ καύση τῶν νεκρῶν δέν εἶναι ἐπιτρεπτή στά μέλη της, τούς Ὀρθοδόξους πιστούς. Γιά τήν ἀκρίβεια, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέχεται ὅτι δέν ὑπάρχουν «νεκροί», ἀλλά «κεκοιμημένοι», πού ἀναμένουν τήν ἀφύπνισή τους στή μελλοντική ἀνάσταση τῶν σωμάτων. Ὡστόσο, θεωρήσαμε σκόπιμο νά ἀσχοληθοῦμε μέ τό θέμα ἐπειδή, α) κάποιες χριστιανικές ὁμολογίες καί αἱρέσεις ἀποδέχονται τήν καύση τῶν νεκρῶν, θεωρώντάς την πράξη σύμφωνη μέ τή χριστιανική Παράδοση καί β) κάποιοι Ὀρθόδοξοι πιστοί ἐπιλέγουν τήν πράξη αὐτή, εἴτε ἀπό ἄγνοια, εἴτε ἀπό λανθασμένη ἐκτίμηση, θέλοντας ὅμως νά παραμένουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, νά ψάλλεται ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία τους, νά τελοῦνται τά Μνημόσυνά τους κ.λπ. Εἶναι εὐνόητο, ὅτι ἡ θέση τῆς Ἐκκλησίας ὡς πρός τό ζήτημα αὐτό ἀφορᾶ στά μέλη της καί σέ καμμία περίπτωση δέν ἀποβλέπει στό νά ἐκβιάσει τίς ἀπόψεις ἄλλων συνανθρώπων μας, ἀθέων, ἑτεροθρήσκων, ἑτεροδόξων κ.λπ., τήν ἐλευθερία γνώμης τῶν ὁποίων σέβεται ἀπόλυτα.

Ἀπό τίς ἐκτός τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας χριστιανικές ὁμολογίες καί αἱρέσεις, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἐπιτρέπουν τήν καύση - ἀποτέφρωση τῶν νεκρῶν, μέ ἀπόφαση τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου (1963) καί μέ τήν προϋπόθεση ὅτι αὐτή δέν γίνεται γιά ἰδεολογικούς λόγους, πού ἔρχονται σέ σύγκρουση μέ τήν Ρωμαιοκαθολική πίστη. Οἱ παραδοσιακές Προτεσταντικές ὁμολογίες (Λουθηρανοί, Ἀγγλικανοί, Καλβινιστές κ.τ.λ.) ἐπίσης τήν ἐπιτρέπουν. Οἱ Πεντηκοστιανοί γενικά τήν ἀπορρίπτουν, πιστεύοντας ὅτι οἱ ὀπαδοί τους ὀφείλουν νά ζοῦν κατά τό παράδειγμα τοῦ Ἰησοῦ, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Προφητῶν, τῶν ὁποίων τά σώματα ἐτάφησαν. Σέ κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, ἀπαγορεύουν στά μέλη τους ἀκόμη καί νά παρακολουθοῦν τελετές ἀποτέφρωσης. Οἱ μονοφυσιτίζουσες χριστιανικές ὁμολογίες (Κόπτες, Αἰθίοπες, Ἀρμένιοι), ἐπίσης, ἀπορρίπτουν κατηγορηματικά τήν ἀποτέφρωση. Τό Ἰσλάμ καί ὁ λεγόμενος «Ὀρθόδοξος Ἰουδαϊσμός» τήν ἀπαγορεύουν, ἐνῶ ὁ μεταρρυθμισμένος Ἰουδαϊσμός τήν ἀποδέχεται. Οἱ Ἀνατολικές Θρησκεῖες (Ἰνδουισμός, Βουδισμός, Ταοϊσμός, Σιιντισμός) τήν καθιστοῦν ὑποχρεωτική μέ κάποιες ἐξαιρέσεις (π.χ. τόν θάνατο παιδιῶν στόν Ἰνδουισμό, ὅπου προβλέπεται ταφή). Στόν Ὀρθόδοξο χῶρο κάθε Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει τό θέμα ἀνεξάρτητα ἀπό τίς ἄλλες, ἄν καί ὅλες υἱοθετοῦν τήν πράξη τῆς ταφῆς καί ἀπορρίπτουν τήν καύση.

 

Μέ αὐτά τά δεδομένα, ἡ καύση τῶν νεκρῶν στήν Εὐρώπη καί σέ ἄλλες χῶρες ἐπιτρέπεται καί ἰσχύει ἀπό δεκαετίες ἤ ἀπό αἰῶνες. Προφανῶς, ἀσκήθηκαν πιέσεις καί στή χώρα μας ἀπό κύκλους τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης νά πράξει τό ἴδιο καί νά ἐναρμονιστεῖ μέ τό εὐρωπαϊκό δίκαιο. Στή Γαλλία ἡ ἀποτέφρωση ἐπιτρέπεται μέ διάταγμα ἀπό τό 1789, ἀλλά ρυθμίστηκε εἰδικότερα μέ νόμο τοῦ 1887. Στή Γερμανία ὁ σεβασμός στή βούληση τοῦ ἀποθανόντος διασφαλίζεται μέ συνδυασμό διατάξεων, ἐνῶ μέ Νόμο τοῦ 1934 ἡ ἀποτέφρωση τῶν νεκρῶν ἐξισώνεται μέ τήν ταφή. Στήν Ἱσπανία τό θέμα ρυθμίστηκε τό 1945 μέ τόν Νόμο περί θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Στή Βρετανία ἐπιτρέπεται ἡ ἀποτέφρωση μέ δικαστική ἀπόφαση τοῦ 1884. Σύμφωνα μέ στατιστικά τῆς ἠλεκτρονικῆς σελίδας «Βικιπαίδεια», τό ἔτος 2007 τά ποσοστά ἀποτέφρωσης στή Βρετανία, στήν Ἐλβετία, στή Σουηδία, στήν Ὀλλανδία, στή Νορβηγία καί στή Δανία ξεπερνοῦσαν τό 50%, στήν Ἰαπωνία ἀνέρχονταν στό 99%, στήν Αὐστραλία στό 49% καί στίς ΗΠΑ στό 21%. Φυσικά, τά ποσοστά αὐτά ἐξαρτῶνται κυρίως ἀπό τό θρήσκευμα ἤ τό δόγμα, πού ἐπικρατεῖ σέ κάθε χώρα.

 

Στήν Ἑλλάδα τό ζήτημα ἀνακινήθηκε γιά πρώτη φορά τό 1987, ὅταν ὁ τότε Δήμαρχος Ἀθηναίων Μιλτιάδης Ἔβερτ, μέ ἐπιστολή του πρός τήν Ἱ. Σύνοδο, ζητοῦσε τή γνώμη τῆς Ἐκκλησίας γιά τό θέμα. Σχετικές συζητήσεις ἔγιναν τό 1992 μέ πρωτοβουλία τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας. Τό 1996 ἱδρύθηκε ἡ «Ἑλληνική Κοινωνία Ἀποτέφρωσης», μέ σκοπό νά ἐπιτύχει νομοθετική ρύθμιση, πού νά ἐπιτρέπει τήν ἀποτέφρωση. Γιά τόν σκοπό αὐτό κατέθεσε δύο νομοθετικές προτάσεις τό ἑπόμενο διάστημα. Τό 2006 ὁ Νόμος 3448/2006 ἐπέτρεψε τήν ἀποτέφρωση νεκρῶν, τῶν ὁποίων οἱ θρησκευτικές πεποιθήσεις δέν τήν ἀπαγορεύουν. Ὡστόσο, δέν προέβλεπε τούς ὅρους ἵδρυσης Ἀποτεφρωτηρίων καί ἡ μέθοδος τῆς ἀποτέφρωσης δέν μποροῦσε νά ἐφαρμοστεῖ πρακτικά. Τό 2014 ὁ Νόμος 4277/2014 προβλέπει τήν ἵδρυση Ἀποτεφρωτηρίων σχεδόν παντοῦ, ἐκτός ἀπό τίς οἰκιστικές περιοχές, μέ τήν ἔγκριση ὅμως τοῦ Δήμου τῆς περιοχῆς. Τό ἴδιο ἔτος ἡ Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπέστειλε τήν ὑπ’ ἀριθμ. 2959/29-10-2014 Ἐγκύκλιό της «Περί τῶν κανονικῶν συνεπειῶν τῆς καύσεως νεκρῶν», ἡ ὁποία ἀπαγορεύει τήν τέλεση Νεκρώσιμης Ἀκολουθίας καί Μνημόσυνου σέ μέλη τῆς Ἐκκλησίας πού ἐπέλεξαν τήν καύση, παρέχοντας μόνο τό δικαίωμα σέ ὅσους Μητροπολίτες ἐπιθυμοῦν καί ὑπό τή διακριτική τους εὐχέρεια νά τελοῦν ἁπλῶς Τρισάγιο σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις. Ἀπό τό 2016 ὁ Νόμος 4368/2016 προβλέπει ὅτι κάθε φυσικό πρόσωπο μπορεῖ μέ δήλωσή του σέ συμβολαιογράφο νά ὁρίσει τόν τύπο τελετῆς τῆς κηδείας του καί τόν τόπο ἐνταφιασμοῦ του, καθώς καί τά πρόσωπα, συγγενικά ἤ μή, πού θά ἐκτελέσουν τήν ἐπιθυμία του. Ὡστόσο, στό διάστημα αὐτό ἡ πράξη τῆς ἀποτέφρωσης δέν εἶχε ἀκόμη ἐφαρμοστεῖ, ἐπειδή οἱ Δήμοι ἀπέφευγαν νά ἐκδώσουν ἄδειες λειτουργίας Ἀποτεφρωτηρίων, γιά νά μήν ἔρθουν σέ ἀντίθεση μέ τό φρόνημα μεγάλου μέρους τῶν δημοτῶν τους καί μέ τήν ἐπίσημη θέση τῆς Ἐκκλησίας. Στίς 30/9/2019 ἔγινε ἡ ἔναρξη τῆς λειτουργίας τοῦ πρώτου (καί μοναδικοῦ, πρός τό παρόν τουλάχιστον) Ἀποτεφρωτηρίου τῆς χώρας, στή Ριτσώνα Εὐβοίας. Ἔκτοτε ἡ ἀποτέφρωση εἶναι πλέον πρακτικά ἐφικτή καί στήν Ἑλλάδα. Μέ ἀφορμή τό γεγονός αὐτό, ἡ Ἱερά Σύνοδος, σέ συνέχεια τῆς Ἐγκυκλίου της τοῦ 2014, ἐξέδωσε ἐνημερωτικό Ἔντυπο «Πρός τόν Λαό» μέ τίτλο «Ἀποτέφρωση τῶν ἀνθρωπίνων σωμάτων. Ἀξιοπρεπής λύση ἤ ὠμή ἀνακύκλωση;» (τευχ. 52, Δεκέμβριος 2019), στό ὁποῖο διατυπώνονται ἀναλυτικά ὅλες οἱ θέσεις τῆς Ἐκκλησίας γιά τό θέμα.

 

Οἱ ὑπέρμαχοι τῆς καύσης

 

Οἱ ὑποστηρικτές τῆς καύσης προβάλλουν, συνήθως, διάφορα ἐπιχειρήματα, ὅπως: α) ἡ ἀπαγόρευσή της περιορίζει τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, μή ἐπιτρέποντάς του νά διαθέτει κατά τή βούλησή του τό σῶμα του μετά τόν θάνατο, β) ἀποτελεῖ πιό «ἀξιοπρεπῆ λύση» σέ σχέση μέ τήν ταφή, γ) ἀποφεύγεται ἡ ἐπιβάρυνση τοῦ περιβάλλοντος, ἰδιαίτερα ὅταν ὑπάρχουν Κοιμητήρια μέσα σέ οἰκισμούς καί εἶναι, ὅπως συνήθως, κορεσμένα, δ) ἐξοικονομεῖται χῶρος, ἰδίως στίς μεγάλες πόλεις μέ ἔντονο τό πρόβλημα τοῦ ὑπερπληθυσμοῦ, ε) εἶναι πιό «οἰκονομική λύση», ἀφοῦ ἀποφεύγονται τά ἔξοδα κηδείας καί οἱ δαπάνες κατασκευῆς καί συντήρησης τάφου, στ) εἶναι πράξη σύμφωνη μέ τήν ἀρχαία ἑλληνική παράδοση, ὅπου ἐπικρατοῦσε, δῆθεν, ἡ πράξη τῆς καύσης τῶν νεκρῶν ἀντί τῆς ταφῆς.

Βέβαια, τό δικαίωμα τῆς ἐλεύθερης βούλησης εἶναι ἀπόλυτα σεβαστό. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι κατ’ ἐξοχήν χῶρος ἐλευθερίας καί δέν καταναγκάζει κανέναν νά τηρεῖ τίς παραδόσεις της. Ὅμως, ἔχει κάθε δικαίωμα, ἀλλά καί ὑποχρέωση, νά προβάλλει τίς παραδόσεις καί τά ἔθιμά της καί κάποια νά τά θεωρεῖ ὑποχρεωτικά γιά τά μέλη της. Ὅσοι ἀνήκουν σ’ αὐτήν (ὅπως, ἄλλωστε, συμβαίνει καί σέ κάθε σωματεῖο ἤ ὀργανισμό), ἀνήκουν ἐπειδή ἀποδέχονται ἐλεύθερα καί τηροῦν μέ τή θέλησή τους κάποιες ἀρχές πίστεως καί ζωῆς, πού τήν διέπουν. Διαφορετικά αὐτονομοῦνται, ὅπως στήν περίπτωση πού ἐπιλέγουν τήν ἀποτέφρωση ἀντί τῆς ταφῆς, καί τότε στεροῦνται τῆς Ἐξοδίου Ἀκολουθίας (Κηδείας) καί τῶν εὐχῶν (Μνημοσύνων) τῆς Ἐκκλησίας. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπό τήν πρώτη στιγμή ἐξέφρασε τήν ἄποψη ὅτι δέν ἀρκεῖ ἡ βούληση τῶν οἰκείων ἤ τῶν συγγενῶν γιά τήν ἀποτέφρωση κάποιου, ἀλλά πρέπει νά ὑπάρχει ἡ προηγούμενη καί σαφῶς ἐκπεφρασμένη βούληση τοῦ ἴδιου τοῦ προσώπου γιά τή μετά θάνατον καύση τοῦ σώματός του.

 

Ἡ «ἀξιοπρεπής λύση» εἶναι κάτι πολύ ὑποκειμενικό. Ὁ πιστός Ὀρθόδοξος θεωρεῖ, προφανῶς, ἀξιοπρεπή λύση τήν Ἐξόδιο Ἀκολουθία, τίς τιμητικές ἐκδηλώσεις πρός τό νεκρό σῶμα, τή θυμίασή του, τή λιτανευτική ἐκφορά του, τή διαδικασία τῆς ταφῆς. Δέν θεωρεῖ ἀξιοπρεπή τή σύγχρονη διαδικασία τῆς λεγόμενης «ἀποτέφρωσης», κατά τήν ὁποία α) σέ πρώτη φάση τό νεκρό σῶμα καίγεται σέ κλίβανο καί β) σέ δεύτερη φάση ὁ σκελετός καί ὅ,τι ἀπομένει θρυματίζονται σέ σπαστήρα ὀστῶν (μίξερ), συλλέγεται ἡ σκόνη σέ δοχεῖο («τεφροδόχο») καί παραδίδεται στούς οἰκείους τοῦ «ἀποτεφρωθέντος». Ἡ διαδικασία αὐτή μοιάζει περισσότερο μέ «διαχείριση στερεῶν ἀποβλήτων» ἤ μέ «ἀνακύκλωση ἀπορριμάτων» καί ὁ ὅρος «ἀποτέφρωση» στήν προκειμένη περίπτωση εἶναι παραπλανητικός: στήν πραγματικότητα δέν γίνεται μόνο καύση, ἀλλά καί θρυματισμός τοῦ νεκροῦ σώματος, οἱ δέ συγγενεῖς παραλαμβάνουν σκόνη θρυματισμένων ὀστῶν καί ὄχι «τέφρα» (στάκτη). Δυστυχῶς, τή λύση αὐτή ὑποστηρίζουν ὅσοι ἰσχυρίζονται ὅτι τιμοῦν τό ἀνθρώπινο σῶμα ἤ, γενικά, τό ἀνθρώπινο πρόσωπο.

 

Γιά τά περιβαλλοντικά καί χωροταξικά προβλήματα ὑπάρχουν λύσεις, ὅπως αὐτές πού ἐφαρμόζουν κράτη μέ πολυπληθέστερα ἀστικά κέντρα, τῶν ὁποίων οἱ κάτοικοι, στήν πλειονότητά τους τουλάχιστον, ἀκολουθοῦν τήν παράδοση τῆς ταφῆς (Η.Π.Α., μουσουλμανικές χῶρες κ.ἄ.). Τό ἴδιο περίπου ἰσχύει καί γιά τά οἰκονομικά προβλήματα. Σέ ὅσους κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία ὅτι ὑποστηρίζει τήν ταφή γιά τυχόν οἰκονομικά ὀφέλη ὑπενθυμίζουμε ὅτι α) στήν περίπτωση αὐτή θά ἐπέτρεπε τήν καύση καί θά τελοῦσε τήν Ἐξόδιο Ἀκολουθία σέ ὅσους ἀπό τά μέλη της τήν ἐπιλέγουν καί β) κατά τό ἰσχῦον νομικό καθεστώς, τά Κοιμητήρια διαχειρίζονται ἀπό τούς Δήμους καί ὄχι ἀπό τήν Ἐκκλησία (Ἐνορίες).

 

Ὁ ἰσχυρισμός ὅτι ἡ καύση εἶναι πράξη περισσότερο συμβατή μέ τήν ἀρχαία ἑλληνική παράδοση δέν εὐσταθεῖ. Στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ὑπῆρχε, βέβαια, ἡ πρακτική τῆς καύσης τῶν νεκρῶν, ἀλλά πολύ περισσότερο διαδεδομένη ἦταν ἡ πρακτική τῆς ταφῆς. Αὐτό προκύπτει ἀπό τίς γραπτές πηγές, ἀλλά ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τήν ἀρχαιολογική σκαπάνη, πού φέρνει συνεχῶς στό φῶς νεκροταφεῖα πόλεων, τάφους ἁπλῶν πολιτῶν καί ἐνδόξων βασιλέων (ὅπως π.χ. ὁ τάφος τοῦ Ἀγαμέμνονος στίς Μυκῆνες), κτερίσματα (ἀφιερώματα) κ.λπ. Ἀκόμη καί στίς περιπτώσεις πού ἔκαιγαν τό νεκρό σῶμα, ἀκολουθοῦσε ἡ ταφή τῶν ὀστῶν μέ τίς ἀνάλογες τιμές. Τό νά μένει ἄταφο τό σῶμα ἐθεωρεῖτο τεράστια προσβολή πρός τό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ νεκροῦ. Τό παράδειγμα τῆς Ἀντιγόνης εἶναι στήν προκειμένη περίπτωση χαρακτηριστικό.

Ἡ θέση τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ προϋποθέσεις της

 

Ἡ σταθερή προσήλωση τῆς Ἐκκλησίας στήν παράδοση τῆς ταφῆς πηγάζει ἀπό τή διδασκαλία της γιά τόν ἄνθρωπο, τήν προέλευσή του καί τόν προορισμό του καί, εἰδικότερα, ἀπό τή διδασκαλία της γιά τό ἀνθρώπινο σῶμα. Ἡ διδασκαλία αὐτή δέν εἶναι δική μας ἐπινόηση, ἀλλά ἀποκάλυψη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, μέσω τῶν Προφητῶν Του, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων καί τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεός στήν προκειμένη περίπτωση μᾶς ἀποκαλύπτει καί μᾶς φανερώνει τί ἀκριβῶς εἴμαστε, τί εἶναι στήν οὐσία του ὁ ἄνθρωπος.

 

Ἤδη ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀπό τίς πρῶτες σελίδες της ἀναφέρει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ «κατ’ εἰκόνα» καί «καθ’ ὁμοίωσίν» Του (Γεν. 1,26), δηλαδή ἔχει μιά σχετική ὁμοιότητα μέ τόν Θεό, ἀλλά καί τή δυνατότητα νά ὁμοιάζει συνεχῶς ἀκόμη περισσότερο μέ Αὐτόν. Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό σῶμα καί ψυχή. Ἄνθρωπος εἶναι ἡ ἕνωση τῶν δύο αὐτῶν στοιχείων: οὔτε τό σῶμα χωρίς τήν ψυχή εἶναι ἄνθρωπος, οὔτε ἡ ψυχή χωρίς τό σῶμα. Ὁ ὅλος ἄνθρωπος, ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι «καλός λίαν» (πολύ καλός, σχετικά τέλειος, Γεν. 1,31). Τό «καλός λίαν» ἀναφέρεται καί στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί στό σῶμα του. Μπορεῖ ἡ ψυχή νά ἔχει μεγαλύτερη ἀξία, ὅπως δέχεται ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση, αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι ὑποτιμᾶται καί περιφρονεῖται τό σῶμα, γιατί καί αὐτό, ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι σεβαστό καί τιμώμενο. Τό σῶμα δέν εἶναι τό «κακό μέρος» τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ψυχή τό «καλό», ὅπως πίστευαν κάποιοι ἀρχαῖοι φιλόσοφοι. Ἀργότερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος θά πεῖ ὅτι τό σῶμα εἶναι ὁ «ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», τό Ὁποῖο κατοικεῖ μέσα μας (Α΄ Κορ. 6,19), ὁ «ναός» αὐτός εἶναι «ἅγιος» καί «ὅποιος τόν καταστρέφει, θά καταστραφεῖ ἀπό τόν Θεό»! (Α΄ Κορ. 3,17). Ἄν στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση συναντᾶμε κάποιες ἐκφράσεις, πού φαίνονται ὑποτιμητικές γιά τό σῶμα, αὐτές δέν ἀναφέρονται στό ἴδιο τό σῶμα, ἀλλά στήν ἁμαρτία πού ὑπάρχει μέσα σ’ αὐτό. Ὅμως, ἡ ἁμαρτία εἶναι μιά κατάσταση πού προέκυψε ἀργότερα μέ ὑπαιτιότητα τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου καί δέν ἀνήκει στήν ἀρχική δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁμαρτία ἐνοικεῖ καί στήν ψυχή κατά τόν ἴδιο τρόπο, μέ τόν ὁποῖο ἐνοικεῖ στό σῶμα. Ἡ ἁμαρτία γίνεται μέ τήν ψυχή καί μέ τό σῶμα, κυρίως μέ τήν ψυχή. Τό σῶμα μόνο του δέν μπορεῖ νά ἁμαρτήσει, «τό νεκρό σῶμα δέν ἁμαρτάνει», τονίζουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ στόν Παράδεισο κατέλυσε τή σχετική τελειότητα τοῦ ἀνθρώπου καί διέσπασε τόν ἄνθρωπο στά συστατικά του. Ἡ μεταπτωτική ἀνθρώπινη φύση εἶναι βρύτατα ἀρρωστημένη, καί ὡς πρός τήν ψυχή καί ὡς πρός τό σῶμα. Ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος εἶναι πλέον ἀσθενής, ἐλλιπής, «παρά φύσιν». Ὁ θάνατος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ, ὅπως ἀκριβῶς εἶχε προειδοποιήσει ὁ Θεός τούς Πρωτοπλάστους: «ᾗ δ’ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γεν 2,17)! Ὁ λεγόμενος «φυσικός θάνατος» εἶναι ἡ διάσπαση τοῦ φυσικοῦ συνδέσμου ψυχῆς καί σώματος, ἡ ἔξοδος τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα καί ἡ ἀποσύνθεση τοῦ σώματος στά συστατικά του. Ἡ ψυχή, τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο πού ἐπιβιώνει μετά τόν θάνατο, δέν εἶναι πλέον πλήρης καί τέλειος (ὁλόκληρος) ἄνθρωπος, ἀλλά διασπασμένος, κατακερματισμένος, ἐλλιπής. Δέν εἶναι κἄν ἄνθρωπος, ἀλλά μέρος ἀνθρώπου, καί αὐτό δέν ἰσχύει μόνο γιά τούς «πολλούς» ἤ γιά τούς ἁμαρτωλούς, ἀλλά ἀκόμη καί γιά τούς Ἁγίους!

 

Ὁ Χριστός ἦλθε στό κόσμο γιά νά θεραπεύσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τή νόσο τῆς ἁμαρτίας, νά τόν ἀπελευθερώσει ἀπό τά δεσμά τοῦ διαβόλου, νά τόν ἀποκαταστήσει στήν ὁλότητά του (δηλαδή ὁλόκληρο, μέ ψυχή καί σῶμα) καί νά καταργήσει τόν θάνατο. Ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ δέν ἀνεχόταν νά βλέπει τόν ἄνθρωπο διασπασμένο. Γιά τόν σκοπό αὐτό προσέλαβε ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση, μέ ψυχή καί σῶμα. Ἔτσι, στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ θεραπεύονται καί ἐξαγιάζονται τόσο ἡ ψυχή, ὅσο καί τό σῶμα. Ἡ πρόσληψη τοῦ ἀνθρώπινου σώματος στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἕνωσή του μέ τή θεία φύση εἶναι ἡ ὕψιστη τιμή πού μπορεῖ νά γίνει στό σῶμα. Τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέ τή δύναμη τῆς Θεότητος θαυματουργοῦσε, καταργοῦσε τούς φυσικούς νόμους, θεράπευε ἀσθένειες, ἐκδίωκε δαίμονες κ.λπ. Αὐτό τό Σῶμα κοινωνοῦμε στή Θεία Εὐχαριστία καί γινόμεθα Χριστοφόροι καί Θεοφόροι, «θεοί κατά Χάριν»!

 

Ἡ κατ’ ἐξοχήν πράξη μέ τήν ὁποία ὁ Χριστός ἀποκαθιστᾶ τόν ἄνθρωπο στήν ὁλότητά του καί καταργεῖ τόν θάνατο εἶναι, βέβαια, ἡ Ἀνάσταση. Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σημαίνει Ἀνάσταση τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Κατά τή μαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὁ Κύριος ἀναστήθηκε ὡς «ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων» (Α΄ Κορ. 15,20) καί «ἀπαρχή» σημαίνει ὅτι ἀναστήθηκε πρῶτος, γιά νά ἀναστηθοῦν κατά τόν ἴδιο τρόπο ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, δίκαιοι καί ἁμαρτωλοί. Αὐτό, ὅμως, εἶναι μελλοντικό γεγονός, πού θά συμβεῖ στή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Τώρα, ὅσοι μέ τή θέλησή τους ἀκολουθοῦν τόν Ἀναστάντα Χριστό μετέχουν στήν «πρώτη ἀνάσταση», στήν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς, καί λαμβάνουν τίς ἀπαρχές τῆς αἰώνιας καί ἀληθινῆς ζωῆς. Τότε, ὅταν θά ἀναστηθοῦν καί τά σώματα, θά ἀποκατασταθεῖ ὁ ὅλος ἄνθρωπος μέ ψυχή καί σῶμα, ὅπως δημιουργήθηκε ἐξ ἀρχῆς. Τότε τά σώματα τῶν δικαίων θά συνευφραίνονται μαζί μέ τίς ψυχές τους καί τά σώματα τῶν ἁμαρτωλῶν θά μετέχουν στίς ὀδυνηρές ἐπιπτώσεις τῆς ἁμαρτίας.

 

Αὐτοί εἶναι οἱ λόγοι γιά τούς ὁποίους οἱ Ὀρθόδοξοι θεωροῦμε τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὡς κορυφαῖο γεγονός τῆς σωτηρίας μας καί πιστεύουμε μέ βεβαιότητα στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, δηλαδή στήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων. Ἡ πίστη στήν ἀνάσταση καί ἡ διαρκής προσμονή της εἶναι προϋπόθεση τῆς χριστιανικῆς μας ἰδιότητας, πού ἔχει συμπεριληφθεῖ στό Σύμβολο τῆς Πίστεως («προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν»). Ἡ ταφή τοῦ νεκροῦ σώματος ἀποτελεῖ σαφῆ διακήρυξη τῆς πίστης μας στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί τῆς χριστιανικῆς βεβαιότητας ὅτι μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν ὑπάρχουν πλέον «νεκροί», ἀλλά «κεκοιμημένοι», πού περιμένουν νά ἀναστηθοῦν σέ τόπους πού δέν ἀποκαλοῦνται «Νεκροταφεῖα», ἀλλά «Κοιμητήρια». Ἡ πράξη τῆς καύσης, ἀντίθετα, ὑποδηλώνει ἔμμεσα ὅτι ὁ θάνατος εἶναι τό ὁριστικό τέλος τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ὑπάρχει μετά θάνατον ζωή, οὔτε ἀνάσταση νεκρῶν. Ὅ,τι ἀπομένει ἀπό τόν ἄνθρωπο (τό σῶμα του) ἐξαφανίζεται πάραυτα μέ τήν ἀνθρώπινη παρέμβαση στή φυσική διαδικασία.

 

Γι’ αὐτό ποτέ στό παρελθόν ἡ Ἐκκλησία δέν ἀκολούθησε τήν παράδοση τῆς καύσης. Μόνο κάποιες χριστιανικές ὁμολογίες στήν ἐποχή μας τήν υἱοθέτησαν. Τά σώματα τῶν Πατριαρχῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν Δικαίων τῆς ἐποχῆς καί τῶν Προφητῶν ἐτάφησαν μέ τιμητικές ἐκδηλώσεις. Τό Σῶμα τοῦ Κυρίου ἐτάφη καί ἡ Ἀνάσταση ἔγινε μέ τήν ἔνδοξη ἔξοδό Του ἀπό τόν Πανάγιο καί Ζωοδόχο Τάφο. Τά σώματα τῶν Ἁγίων, ἀλλά καί τῶν ἁπλῶν πιστῶν, θάπτονται μέ τίς προβλεπόμενες τιμές. Τό νεκρό σῶμα τίθεται στό κέντρο τοῦ Ναοῦ, θυμιάζεται, τελεῖται ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία του ἀπό τόν ἱερό Κλῆρο, δέχεται τόν «τελευταῖο ἀσπασμό» ἀπό ὅλους καί συνοδεύεται λιτανευτικά στό Κοιμητήριο. Ἰδιαίτερα τιμῶνται τά σώματα τῶν Ἁγίων (ἱερά Λείψανα), τά ὁποῖα συνήθως εὐωδιάζουν, θαυματουργοῦν καί σέ κάποιες περιπτώσεις παραμένουν ἄφθαρτα. Τά Λείψανα τῶν Ἁγίων εἶναι πηγές Χάρης, εὐλογίας καί ἁγιασμοῦ γιά τούς πιστούς. Ἄν ἡ Ἐκκλησία εἶχε ἀποδεχθεῖ τήν καύση τῶν νεκρῶν, θά εἶχε στερηθεῖ τούς πολυτιμότερους θησαυρούς της, τά Λείψανα τῶν Ἁγίων της!

 

Ἱερεύς Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Επιστροφή στην κορυφή

Διαβάστε επίσης...