Menu
RSS
Τρίτη, 21/05/2024
kalimera-arkadia logo
kalimera Arkadia Facebook pageKalimera Arkadia TwitterKalimera Arkadia YouTube channel
ΚΤΕΛ Αρκαδίας

Πλάτανος Μαγουλιάνων ... Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης

Πλάτανος Μαγουλιάνων ... Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης

Αραιές μα στέρεες μνήμες στον πλάτανο, που απλώνει τις ρίζες του στα σημεία όπου δακρύζουν οι υπόγειες φλέβες των νερών. Σημείο αντάμωσης ο τεράστιος πλάτανος της κεντρικής πλατείας του χωριού. Από αυτόν έπαιρναν κουράγιο οι ξενιτεμένοι και, όταν έφτανε η ώρα του χωρισμού στον ίσκιο του έδιναν μια ευχή και μια υπόσχεση: Να είμαστε καλά και να ξανασυναντηθούμε σύντομα. Κι όταν έφτανε το Δεκαπενταύγουστο εδω συγκεντρώνονταν πάλι οι πανηγυριώτες στην εφέστια, τη μεγάλη του τόπου γιορτή. Με τα κλαρίνα και τα βιολιά μαζί, για ν’ ακολουθήσει ο χορός.

Στις ρίζες του πλατάνου δροσίστηκαν γενιές ανθρώπων. Ο «Κολοπανάς», στα χρόνια των γιαγιάδων μας, ήταν η μεγάλη «Βουλή» των γυναικών του χωριού. Ηταν πλησταριό, γυναικωνίτης, γραφείο συνοικεσίων… Στις πέτρινες γούρνες του γίνονταν οι μπουγάδες. Και ήθελαν τρεις σκάφες για αποτελεσματικό πλύσιμο. Μια για το πρώτο χέρι, μια για το δεύτερο πέρασμα με τη συνδρομή μάλιστα του λουλακιού για ν’ ασπρίσουν σωστά τα ασπρόρουχα και μια τρίτη για το τελικό ξέβγαλμα.

Έτσι φτάνουμε και στο 2014 όπου ο πλάτανος μας χαρακτηρίζεται Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης με αποφαση του τμήματος Περιβάλλοντος και Χωροταξικού Σχεδιασμού της Αποκεντρωμένης Διοιηκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου. Την απόφαση μπορείτε να την δείτε ΕΔΩ.

Ακολουθεί κείμενο του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Φ. ΦΟΥΚΑ

Ο πλάτανος των Μαγουλιάνων. Πολύ σπάνια ένα δέντρο δέθηκε τόσο πολύ με τους ανθρώπους του τόπου του, όσο ο πλάτανος των Μαγουλιάνων. Για να στηθεί, έτσι μεγαλόπρεπος, δούλεψαν οι αιώνες. Οι απαρχές του χάνονται στα βάθη του χρόνου, όπως οι ρίζες του χάνονται στα βάθη της γης.

Πότε και ποιός τον φύτεψε, άγνωστο. Ρώτησα κάποτε τον πατέρας μου – πέθανε το 1968 σε ηλικία 93 ετών- αν θυμόταν τον πλάτανο κάπως μικρό- τερο.

«Ίσως!, μου απάντησε, όχι όμως πολύ· λίγο· σχεδόν έτσι τον θυμάμαι… Ακουστά έχω, πάντως, ότι τον φύτεψε κάποιος Μπούκουρας». Μαζί με την βρύση, ο πλάτανος αποτελεί σύμβολο. Είναι κάτι σαν οι- κόσημο του χωριού. Πλάτανος, βρύση, Μαγούλιανα, πάνε μαζί. Αγκαλιάζει ολόκληρη σχεδόν την πλατεία του χωριού. Τον κορμό του δεν τον αγκαλιάζουν τέσσεροι…

Κάτι «χελώνια» -εξογκώματα στον κορμό του- στα βορειοανατολικά, άραγε ν’ αποτελούν έναρξη κούφωσης; Μήνυμα; Κάποιος γεωπόνος ας κάνει τη διάγνωσή του. Οι κλώνοι του, γιγάντιοι βραχίονες κάποιου Τιτάνα, ξεπετιούνται στα ύψη. Η φυλλωσιά του, ορμητική ανάβρα δύ- ναμης και ζωής. Πλούσια, ζωηρή, βαθυπράσινη φορεσιά, του δίνει ένα κάπως σφαιρικό σχήμα. Πουλιά φω- λιάζουν στους κλώνους του. Την Άνοι- ξη ο σπίνος τραγουδάει εκεί το τραγούδι του.

Ασφαλώς, πίνει το μισό νερό της πλούσιας νερομάνας που ρέει στις ρίζες του. Το δικαιούται. Χαλάλι του… Νερό κρυστάλλινο, Μαγουλιανίτικο· σε πείσμα των θαμώνων του ίσκιου του, που τώρα πίνουνε κόκα – κόλες…
Πάλεψε μ’ ανεμοστρόβιλους, ανεμοθύελλες κι ανεμοζάλες· με μπόρες και με καταιγίδες. Τον χτύπησαν αστραπές, κεραυνοί. Λαβώθηκε από βόλια. Βόλια τούρκικα· βόλια κλέφτικα βόλια αντάρτικα. Του γλεντιού και του κεφιού· της ξεφάντωσης βόλια… Άντεξε! Του φτιάξανε ποιήματα και τραγούδια. Είδε το χωριό πολυάνθρωπο· στις δόξες του. Τώρα -αλίμονο- το ατενίζει σχεδόν έρημο. Δίπλα του, το άγαλμα του Φωτάκου τον παραστέκει. Στον ίσκιο του κάθισαν πολλοί: Απλοί άνθρωποι, διασημότητες, εργάτες, ξωμάχοι, τουρίστες, βιομήχανοι, εφοπλιστές, υπουργοί, κλέφτες, ληστές, αρματολοί, καπετάνιοι… Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο λεβέντης και απροσκύνητος αδελφός του, ο θρυλικός και ηρωικός Γιάννης «Ζορμπάς». Ο τούρκος Μπέης και η λαγωνίκα του Μπέη. Η λαϊκή παράδοση θέλει ακόμα: της βρύσης φαντάσματα, λάμιες, αγερικά, ξωτικά, νύμφες, νεράϊδες, στοιχειά…

Το Φθινόπωρο, τα κίτρινα, παλα- μόσχημα φύλλα του –λεπτεπίλεπτες πλάκες χρυσού- στροβιλίζονται ανά- λαφρα στον αέρα· μ’ έναν τελευταίο λικνιστικό χορό αποχαιρετισμού πέφτουν στη γη, αποχαιρετώντας τη ζωή και τις ομορφιές της.

***
Θα μαρτυρήσει ο πλάτανος
θα μαρτυρήσει η βρύση’
θα μαρτυρήσ’ η κοπελιά
που πάει για να γεμίσει… τραγουδάει το γνωστό τραγουδάκι της «Μαγουλιανίτισσας».

Αλήθεια! μαζί με τη βρύση, ο πλάτανος πόσες ιστορίες δε θα μπορούσε να πει. Και τι δεν έχει δει! Και τι δεν έχει ακούσει!

Γέλια, κλάματα, χαρές, λύπες, μοιρολόγια, αποχαιρετισμούς, δάκρυα, χορούς, πολέμους, τραγούδια της νύφης, τραγούδια κλέφτικα, τραγούδια της Λευτεριάς, κρυφούς καημούς, βουβούς πόνους, ξεφαντώματα, πανηγύρια, αγωνίες, αγάπες, χτυποκάρδια, ντέρτια, σεκλέτια. Ολόκληρο το ανθρώπινο δράμα, γνήσιο κι αυθόρμητο. Χωρίς ψιμύθια της τέχνης, απλό, απελέκητο, χιλιοπαιγμένο κάτω απ’ τους κλώνους του. Οι απέριττοι στίχοι τού «γερό Κώστα Κολόσακα» απηχούν ένα κομμάτι της ιστορίας του πλατάνου.

***

Με χιόνια, με κρύα, με βροχές και μ’ αγριοκαίρια. Με βοριάδες και με νοτιάδες, ο πλάτανος των Μαγουλιάνων μένει εκεί, θεόρατος, γαντζωμένος στη βίγλα του. Στοιχειό ανθρώπινο, με ψυχή· με βουβή μιλιά. Πάνω ακριβώς απ ́ την πεντάκρουνη βρύση και τις καμάρες της, αναδεύει παλιούς καιρούς, δόξες και θύμησες. Οικόσημο του χωριού. Βιγλάτορας και φύλακας της ιστορίας του τόπου. Άγρυπνος φρουρός και μάρτυρας των παραδό- σεων, αϊτός σκαρφαλωμένος στα ύψη, στο πιο ψηλό κατοικήσιμο χωριό της Πελοποννήσου, σε υψόμετρο 1.365 μέτρων. Στα Μαγούλιανα.

Το χειμώνα του 1928 – 29 έριξε πολύ χιόνι στα Μαγούλιανα. Μια μεγάλη κλάρα του πλατάνου, προς την βρύση κάτω, έσπασε από το πολύ βάρος. Μαζεύτηκε, λοιπόν, όλο το χωριό εκεί στην πλατεία –πολύς τότε ο κό- σμος- και καθένας έλεγε «το μακρύ του και το κοντό του». Το γεγονός αυτό ήταν και μια ευκαιρία για διασκέδαση! Δεν υπήρχαν τότε, βλέπεις, τηλεοράσεις και κανάλια. Ακούστηκαν, λοιπόν, πολλά αστεία, γέλια, καλαμπού- ρια, πειράγματα. Ένας κάποιος Δημοσθένης από το Βαλτεσινίκο όπως έχω ακουστά βρήκε αφορμή και έμπνευση να συνθέσει ένα χιουμοριστικό ποίημα για τον πλάτανο, που το συμπλήρωσε με σατιρικά δίστιχα ο Βασίλης Καρράς.

Τι έχεις καημένε πλάτανε

που γείραν τα κλωνιά σου,
ταράχτηκε το σώμα σου

Είν’ ανάγκη νάρθει κάτω.
για να γιάνει το πλατάνι.
ραγίστηκ’ η καρδιά σου.

Πούησουν καμάρι του χωριού απόλαυση στους ξένους.
Ελύπησες τους ζωντανούςκαι τους αποθαμένους.

Μήπως μας εβαρέθηκες και θες να μας αφήσεις;
Παρακαλώ σε πλάτανε να μας το μαρτυρήσεις.

Σαν θέλετε να σας το πω θα σας το μολογήσω:
Θέλω να φύγω για καλά Να μην γυρίσω πίσω!

Στον ίσκιο μ’ ήσαν άλλοτε άντρες σαν τα λιοντάρια
και τώρα κάθοντ’ έξαλλες με τα γυμνά ποδάρια.

Ακούς κουβέντες άσεμνες από αυτών το στόμα.
Δίχως ντροπή και λογική κάθε λογιώνε βρώμα.

Πού είν’ οι πρώτοι γέροντες οι φουστανελοφόροι,
που εφουμίζαν το χωριό γιατροί και δικηγόροι.

Πρώτα καθόσαντ σεβαστοί και όλοι μυαλωμένοι.
Τωρ’ έρχονται και κάθονται κάτι ξεκουτιασμένοι.

Γι αυτό κι εγώ αποφάσισα να σας εγκαταλείψω.
Και μη σας κακοφαίνεται δεν θα γυρίσω πίσω.

(Στο σημείο αυτό μπαίνει η σάτιρα του γέρο – Βασίλη Καρρά, για να γελάσουν.)

Για μιλάτε του Κουρμπέση1 αυτός ξέρει να τον δέσει.

Πέστε του γερ’ Αγγελή να φέρει μια τριχιά γερή.

Ρώτησαν το γέρο – Βρούβα2:
– Μήπως θέλει σ’ άλλη γούβα;

Για μιλάτε του Τζιαβάρα,
να στυλώσ’ αυτή την κλάρα.

Σύ τι λές γέρο – Πανούλη;
– Σάμπως θέλτε δέσιμ’ ούλοι.

Ρώτησαν και τον Καρυώρη. – Να τον δέστε με το ζόρι.

Συ τι λες γέρο – Τζιουάννη;
– (ου!) τούτος, για σαμάρια κά- νει.

Ρώτησαν και τον Μπούκουρα, Αυτός… κάνει για κούτσουρα.

Πες μας συ κυρ – Καρπακλή.
– Α! α! Αυτό το άνοιγμα δεν κλεί.
Τότε γράψτε στο Βαρβάτο3

Για να δούμε τι θα γένει γράψτε και του Δημοσθένη.

Κατσαρέ, τι λες εσύ;
– Στη ρίζα ρίχτε του κρασί.

Πες μας, γέρο – Σοφοκλή.
– Κρεμάστε του ένα χαϊμαλί.

Δέστε τόνε με τσιρώτο για να πιάσει με το πρώτο.
Πες του, Τσούμπα να τον ψάλει. Αυτός είναι… σοφό κεφάλι.
Ρώτησαν και τον Πριόβολο. – Τι λες εσύ ρε… πόπολο;
Του χωριού οι γυναικούλες μια φωνή εβάλαν ούλες.
Λιτανεία για να γένει ο παπάς τι περιμένει;
Να φορέσει τα φελώνια και να βγούμε ως τ’ αλώνια.
Και ευκέλαιο να κάνει Ω! αλησμόνητε Πανέλη4 γιατί εσένα δε σε μέλει;
Να φωνάξεις απ’ το μνήμα για του πλάτανου το κρίμα;
(και συνεχίζει ο… “Δημοσθένης”)

Από καρδιά λυπούμαστε φίλοι Μαγουλιανίτες.
Παρηγοριά να κάνετε, φτιάξτε και τηγανίτες.
(Για) να σας περάσει ο καημός αλείψτε τες με μέλι·
κάνετε κι ένα πρόσφορο και στείλτε του… Πανέλη.

Σημειώσεις:
1. Κουρμπέσης = Κοσμόπουλος. Αφοι

Αγγελής και Δημητράκης.
2. Βρούβας = Ζούβελος. Πεθερός του

Γιάνναρου (Τζαβάρα).
3. Βαρβάτος = αδελφός του Πάνου Δ.

Γόντικα.
4. Πανέλης = συμπαθής «τρελός», Ζούβελος, αδελφός της Τσιωτσιάς. Πέθανε πολύ νέος το 1902.

http://magouliana.gr/

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Επιστροφή στην κορυφή

Διαβάστε επίσης...