Menu
RSS
Παρασκευή, 26/04/2024
kalimera-arkadia logo
kalimera Arkadia Facebook pageKalimera Arkadia TwitterKalimera Arkadia YouTube channel
ΚΤΕΛ Αρκαδίας

Διακοπές στη Δίβριτσα (Δήμητρα) Γορτυνίας ...

Διακοπές στη Δίβριτσα (Δήμητρα) Γορτυνίας ...
Διακοπές στη Δίβριτσα

Διακοπές για τα παιδιά στα Τρόπαια τη δεκαετία του 60;. 
Τι είναι αυτό; 
Κι όμως εμείς, τα παιδιά του Μήτσιου του φωτογράφου από του Σπάθαρι και της Σοφίας του Βραχιόλα (Θόδωρος Παρασκευόπουλος) από τη Δίβριτσα, κάναμε διακοπές και μάλιστα διπλές.
Αλλά ας σοβαρευτούμε, στα χωριά των γονιών μας πηγαίναμε, λίγες μέρες στο Σπάθαρι την εποχή που γινόντουσαν τα σύκα και τουλάχιστον ένα δεκαήμερο τον Αύγουστο στη Δίβριτσα. για να είμαστε στο πανηγύρι.

Πηγαίνοντας στη Δίβριτσα

Όταν έφθανε ο καιρός, εκεί λίγο μετά του αι Λιός, ετοιμαζόμαστε για το χωριό της μάνας μου. Τα πρώτα χρόνια που είμαστε μικρά πηγαίναμε με το λεωφορείο οικογενειακά, αργότερα που τσουπώσαμε κάπως πηγαίναμε και μόνα μας, ασυνόδευτα, με τον πατέρα να λέει του εισπράκτορα ή σε κάποιο γνωστό που ταξίδευε, να μας προσέχει. 
Μια φορά είχε κατέβει ο ξάδελφος ο Θοδωράκης από την Αθήνα και συμφώνησε με τη θεία του να με πάρει μαζί του. 
Κατεβήκαμε λοιπόν στο ΚΤΕΛ μπήκαμε στο λεωφορείο και ήρθε ο εισπράκτορας να βγάλει τα εισιτήρια:
- Ένα για μένα και μισό για το παιδί, λέει ο ξάδελφος.
- Πόσο χρονών είσαι παιδί μου, με ρωτάει ο εισπράκτορας
- Έξι, απαντάω αυθόρμητα και θυμούμενος πως με είχαν δασκαλέψει να πω λιγότερο, για να δικαιούμαι μισό, διόρθωσα:
- Πεντέμισι πεντέμισι.
Η διαδρομή για τη Δίβριτσα δεν είναι μεγάλη, μα η κατάσταση του δρόμου την έκανε κουραστική και επικίνδυνη. Υπήρχαν στροφές που η μούρη του λεωφορείου έβγαινε έξω από το δρόμο και σου πιανόταν η ψυχή. Μετά ήταν οι λακούβες που ανάγκαζαν τον οδηγό να "διαλέγει" τη διαδρομή κινούμενος συνεχώς δεξιά και αριστερά. Εφιάλτης ήταν η διασταύρωση με άλλο όχημα που ανάγκαζε τον οδηγό να μεριάει όσο πιο δεξιά μπορούσε, μέσα στις γράνες δηλαδή. Ωραίο θέαμα ήταν πάντα για μας τα παιδιά η θέα της λίμνης με το εντυπωσιακό της φράγμα, μόλις ξανάφαινε από ψηλά , λίγο μετά τον αγιο Σωτήρα προς τη Μυγδαλιά, στριμωχνόμαστε στα παράθυρα για να τη δούμε, τραβώντας τις κουρτίνες. 
Η διαδρομή όπως είπαμε ήταν γεμάτη στροφές, κουραστική, αρκετοί επιβάτες χρησιμοποιούσαν τις σακούλες που μοίραζε ο εισπράκτορας, μα έχει και τις ομορφιές της, ανάφερα ήδη για τη καταπληκτική θέα της της γαλήνιας λίμνης από ψηλά, αργότερα και λίγο μετά απ΄τη σπηλιά του Πατσιούλα διασχίζουμε την πέτρινη γέφυρα του Λάδωνα στη θέση Πήδημα, δεξιά μας σε μικρή απόσταση βλέπουμε το εντυπωσιακό τσιμεντένιο φράγμα του ποταμού, λίγο πριν την Πέρα Βάχλια διασχίζουμε ένα πανέμορφο δάσος από δρυς, κάνουμε στάση στην πέρα Βάχλια, περνάνε τον Άγιο Νεκτάριο και μπαίνουμε στη γραφική και πολυάνθρωπη τότε Βάχλια. Συνεχίζουμε το ταξίδι περνάμε τη βρύση στην Κερπινή, αφήνουμε δεξιά μας τον άγιο Κωνσταντίνο και μόλις στρίψουμε μετά από λίγο μιά απότομη δεξιά στροφή αντικρίζουμε στο βάθος το πιο όμορφο ίσως χωριό της περιοχής, την αγαπημένη μας Δίβριτσα. Στρίβουμε στην Ντετσιά περνάμε το νεκροταφείο και αράζουμε μπροστά από το μαγαζί του Δήμου του Πολυζωγόπουλου. Για να ξεμουδιάσουμε από το σχεδόν δίωρο ταξίδι τρέχαμε στην Ακορίτα (έτσι λένε την απάνω βρύση του χωριού) πίναμε δροσερό νερό, ρίχνανε και στη μούρη μας και παίρνοντας τα μπογαλάκια μας κατηφορίζαμε τα σκαλιά για το κάτω χωριό. 
Στο δρόμο αν συναντούσαμε κανένα μας ρωτούσε 
-Τίνος είστε μάτι;
-Της Σοφίας του Βραχιόλα απαντούσαμε

Έδρα μας φυσικά στο χωριό ήταν το σπίτι του παππού που έμενε η θεία η Ντίνα με τον θείο Γιώργη Ξενοπανάγο και την ξαδελφούλα μας τη Γιώτα 
Το σπίτι του παππού χτίστηκε από Λαγκαδινούς μαστόρους το 1914, με χρήματα που έστελνε από το Σουσίρ της Αμερικής ο ξενητεμένος επί 8 χρόνια παππούς, Μπαίνοντας από τη βαριά ξύλινη εξώπορτα με το υπέρθυρο βρισκόσουν σε μια ευρύχωρη πέτρινη αυλή, αριστερά ήταν το κουμάσι, ανεβαίνοντας μια πέτρινη σκάλα βρισκόσουν σε ένα επίσης πέτρινο πλάτωμα. Δεξιά μια αρχοντική, δίφυλλη πόρτα οδηγεί στο εσωτερικό του σπιτιού και ευθεία μια μικρότερη οδηγούσε σε ένα στεγασμένο χώρο που βρισκόταν ο καμπινές και ο ξυλόφουρνος και από δεξιά έβγαινες τελικά στον κήπο.Στον κάτω όροφο λειτούργησε για 10 τουλάχιστον χρόνια ο μοναδικός πετρελαιοκίνητος μύλος της περιοχής από τον πολυμήχανο Βραχιόλα που επένδυσε σε αυτόν αρκετά από τα δολάρια που έφερε από την Αμερική

Εναλλακτικά υπήρχε και το σπίτι του θείου Ηρακλή και της άλλης αδελφής της μάνας μου της Νικολέτας που ήταν πάντα φιλόξενο για εμάς τα Βραχιολόπουλα. Το σπίτι αυτό βρίσκεται στην άλλη πλευρά του χωριού, δεξιά απ'την πλατεία. Είναι και αυτό πέτρινο, δίπατο και αρκετά ευρύχωρο σε σύγκριση με τα περισσότερα σπίτια του χωριού. Ερχόμενος από την πλατεία του χωριού υπήρχαν δύο σοκάκια για να φθάσεις εκεί, είτε κατέβαινες το δρομάκι μπροστά από την είσοδο της εκκλησίας και έστριβες δεξιά μετά τον κήπο του Βεζύρη, είτε συνέχιζες το δρόμο προς του Διάκου και έστριβες αριστερά στο επόμενο σοκάκι, ανάμεσα στα σπίτια της Χιόνας και της Λαμπρινής, κατηφόριζες ίσια κάτω στο κακοτράχαλο καλντερίμι, και βρισκόσουν κατ΄ευθείαν στη πίσω πλευρά του σπιτιού. Πολύ αργότερα ο ξάδελφός μας ο ΠάΪκος με προσωπική του εργασία έδωσε στο δρομάκι αυτό, τη σημερινή καλαίσθητη και στιβαρή του μορφή.

Η ζωή στη Δίβριτσα ήταν ανέμελη για μας τα πιτσιρίκια. Όταν είμαστε στο σπίτι του παππού μας "ξεναγούσε" η ξαδέλφη η Γιώτα, πηγαίναμε για καβούρια στις Κοκολιαρές, κόβαμε μουρόφυλλα για τη γίδα, πιάναμε νερό με παγούρια από τις Καρρές, τσαλαβουτάγαμε στο αυλάκι με το νερό. Μια φορά αυλάκι αυλάκι φθάσαμε χιλιόμετρα μακριά στο Κοκολάγκαδο από όπου ερχόταν το νερό στο χωριό . Κάθε απόγευμα ανεβαίναμε στην πλατεία και παίζαμε με τα παιδιά. Θυμάμαι τον Νικόλα του Κάλιου και την αδελφή του τη Γιώτα, που τον πατέρα τους η μάνα μου τον έλεγε χαϊδευτικά Καλιάκο, τον Ζαϊμη που έχει σήμερα το καφενείο στην πλατεία του χωριού, τον Τάκη,τον Θοδωρή και Μαρία της Λίτσας
Άλλα παιδιά που θυμάμαι είναι ο Βλάσης του Πρεζολιά και ο αδελφός του, που τον φώναζαν Τζινι, ο Τάκης της Λόπης, ο Νίκος και τον Χρήστος της Βάσιως του Καζή, ο Κώστας του Διάκου,ο Γιώργης ο Πνευματικός ο μικρός του Παπαηλίου ο Ηλίας. Υπήρχαν και πολλά μεγαλύτερα παιδιά που έκαναν παρέα με τον αδελφό μου όπως , ο Χρηστάκης ο Μαραγκός, ο Νίκος ο Μπιμπίκος, ο Βασίλης ο Κοντώσης,ο Νικάκης της Ευανθίας, ο Χρήστος και ο Λάμπης του Καπράλου, ο Νίκος και ο Γιάννης του Φροντιστή, και ο Μπάμπης με τον Λάμπη του Κατσιάπη και φυσικά ο ξάδελφό μας ο Πολυζώης. 
Τα απογεύματα πολύς κόσμος μαζεύονταν στην πλατεία, τα καφενεία έβγαζαν τραπέζια κάτω από τον τεράστιο πλάτανο στο κέντρο της πλατείας. Υπήρχε το καφενείο του θείου του Γιώργη, του Κάλιου, της θείας της Λίτσας,του Σύμβουλου δηλαδή και το καφενείο του Καπράλου. Σε μερικά τραπέζια οι άντρες έπαιζαν χαρτιά και τάβλι με τους υπόλοιπους να παρακολουθούν και να σχολιάζουν. Εντύπωση μου έκανε μια παρέα γυναικών που έπαιζαν κουμκάν και θανάση, μεταξύ τους ήταν η Μπεμπέκα του δάσκαλου η Ξανθή του Κλαμπατσιμπανου, η Θεοδόσενα .και μερικές άλλες από την Αθήνα που κατέβαιναν τον Αύγουστο για διακοπές στο χωριό , 
Όταν κάποιος συγγενής με χαρτζιλίκωνε, συνήθως ο ξάδελφός μου ο Πάϊκος η ο θείος της μάνας μου ο Φιλίππος , Θοδωρής ήταν το κανονικό του όνομα,και ο ξάδελφος της ο Γιώργης ο Τσαγκάρης έπαιρνα καραμέλες από το περίπτερο του Γκριτζιαλοβασίλη ή περίμενα να ανοίξει η Λέλα του Διάκου για να πάρω φτιαχτό παγωτό σε χωνάκι. Πολλές φορές δεν είχε προλάβει να παγώσει και ρωτούσαμε, έγινε θεία, και αυτή ανοίγοντας την κατάψυξη μας έδινε βάζοντας το κρυσταλλωμένο γλύκισμα στο χωνάκι με ένα κουτάλι ή μας έλεγε, όχι ακόμη μάτια ελάτε σε λίγο.
Συνηθισμένο κέρασμα τα απογεύματα στο καφενείο του θείου ήταν το υποβρύχιο και το γλυκό του κουταλιού, καθήστε εδώ ήσυχα και φάτε το γλυκό σας, μας έλεγε για να γλυτώσει περισσότερο από την Γιωτούλα που δεν είχε στασιό, σωστό αγοροκόριτσο ήταν. Τα μεσημέρια τα μεγαλύτερα παιδιά, με πρώτο τον Πολυζώη,έπαιζαν μπάλα στο προαύλιο της εκκλησίας, που ήταν ανέκαθεν χώρος παιχνιδιού, αφού η πλατεία ήταν σχεδόν απαγορευμένη για τους μαθητές από τους δασκάλους. Ο αγώνας συνεχιζόταν και κατά τις ώρες που οι γείτονες ξάπλωναν για ύπνο οπότε υπήρχαν φωνές κυρίως από τη Πατσιοευθυμία και τον Βεζύρη που σχεδόν κάθε Αύγουστο ερχόταν για ξεκούραση από την Αμερική στο χωριό του. Αλλά πώς να διακόψεις ένα σοβαρό αγώνα που κρίνεται στα πέντε τέρματα και το σκόρ είναι 3 2.; Άντε λίγο ακόμα, λίγο ακόμα το πράγμα πήγαινε σε μάκρος και είτε έληγε κανονικά με νίκη του ενός, ή έπεφτε η μπάλα στον κήπο του Βεζύρη ή στην αυλή της Πατσιουθυμίας και τότε ο αγώνας σχολούσε αναγκαστικά πρόωρα.
.Μερικές φορές τα μαμούρια πέταγαν επίτηδες μια σκασμένη μπάλα στο κήπο και μόλις έβγαινε ο Βεζύρης με τις μπιτζάμες να την πάρει, έβαζαν τα γέλια και συνέχιζαν το παιχνίδι με την κανονική μπάλα.
Πολλές φορές παρακολουθούσα τον μπάμπα Γιώργη να γδέρνει αρνιά που μόλις είχε σφάξει κρεμασμένα σε μια ελιά κάτω από το χασάπικο-καφενείο που είχε συνεταιρικά με τον Κάλιο.Μου άρεσε επίσης να παρακολουθώ τον Θείο τον Γιώργη Κωστόπουλο στο τσαγκάρικο και την θεία τη Δημήτρω δίπλα στο ξαστήριο για μαλλιά που είχαν.
Κάναμε επίσης επιδρομές με την ξαδέλφη στο Βασιλοβίκο στις Λαγκαδές για μούρες, σύκα και σταφύλια ή ακουλουθούσα το θείο τον Ηρακλή στο βάλτο για σύκα και στο Διάσελο για καρύδια. Τα βραδάκια μαζεύονταν τα παιδιά της γειτονιάς κάτω από την πελώρια ελιά στο σπίτι του Νίκου Μαραγκού, εκεί έμαθα να σφυρίζω με τα ξερά λιόφυλλα, 
Οι γυναίκες μαζεύονταν στα σκαλοπάτια της Ευανθίας και πριν την πλατεία δίπλα στο μαγαζί του Γιάννη του Διάκου.
Άλλα μαγαζιά στο χωριό εκτός από τα καφενεία του Κάλιου, του θείου μου του Γιώργη (που κάποια στιγμή χώρισαν από συνέταιροι),του Σύμβουλου και του Καπράλου, ήταν το κατάστημα γενικού εμπορίου του Γιάννη Διάκου που είχε και το τηλεφωνείο, το μπακαλο- ψιλικατζίδικο του Στοτοπανάγου, το χασάπικο του Καραμάνου, η χασαποταβέρνα του Μακρόγιαννη, το καφενείο μπακάλικο του Δήμου Πολυζογόπουλου στο πάνω χωριό που έπαιζε, λόγο θέσης, και το ρόλο του πρακτορείου. Υπήρχε ακόμα εν λειτουργία το κατάστημα του Σπύρου που είχε από καρφίτσα μέχρι αλεύρι και νήματα για τους αργαλειούς, το περίπτερο του Γκριτζιαλοβασίλη, το τσαγκάρικο του Γιώργη του Κωστόπουλου (του Κουτσού), το κουρείο του Κατσιάπη και στην απάνω γειτονιά του κουβερτοποιείο του Χαράλαμπου Κωστόπουλου. Επίσης υπήρχε το παραδοσιακό λιτρουβιό του του μπάρμπα μου του Ηρακλή του Κακούρη που αργότερα εκσυγχρόνισε ο μακαρίτης ο Πάικος και ένα νεότερο του Αθανασόπουλου πατέρα της Γιώτας που έμενε στο σπίτι μας, σαν μαθήτρια στο γυμνάσιο Τροπαίων. 
Εκεί γύρω της Παναγίας ερχόταν και η μάνα μου για δυο τρεις μέρες 
και αρχίζαμε τις επισκέψεις στη συγγένεια. Η πρώτη επίσκεψη γινόταν στην θεία τη Νικολέτα την αδελφή της, όταν δεν φιλοξενούμαστε εκεί, όπως είπαμε το είχαμε δίπορτο. Θυμάμαι πως επισκεπτόμαστε τον γερο Κώστα Δίάκο, άντρα της γιαγιάς της Κοντύλως, που το ένα του πόδι το είχε χάσει στον πόλεμο και το ξύλινο το είχε βγάλει μια φορά και το είδα. Απαραίτητα γινόταν επίσκεψη στη γιαγιά την Παρασκευού, (Καλιόπη), θεία της μάνας, που το σπίτι τους ήταν πιο πάνω και από την Ακορίτα. Επισκεπτόμαστε επίσης την Ντίνα του Φροντιστή, τη Λίτσα της Γαρούφως, τη Φιλίππενα,(Βακούλα), τη Δημήτρω του Τσαγκάρη. και φυσικά τη ξαδέλφη της Γιωργιά του Τσιούνη και τον θείο της τον Γιώκα, το μοναδικό εν ζωή από τα δεκαεπτά αδέλφια του παππού. Σε όλους αυτούς πήγαινα και εγώ μαζί πρώτο, γιατί ήμουνα μαμάκιας, (σιγά, ψέματα λέω) και δεύτερον γιατί σε κάθε σπίτι που πηγαίναμε μου γέμιζαν τις τσέπες με καρύδια μύγδαλα και ξερά σύκα, που ήταν το κύριο κέρασμα τότε για τα παιδιά
Η ζωή στο χωριό
Η Δίβριτσα ήταν ένα χωριό κυρίως γεωργών και λίγοι συγκριτικά κάτοικοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία. Σε Διβριτσαίους ανήκει μια εκτεταμένη περιοχή από τη δεξιά μεριά του Λάδωνα, που πιάνει από το Διβριτσιώτικο γεφύρι, την Κλειβοκά, την Παλιουριά, μέχρι και του Ζάμπα στο Τουμπίτσι,, . Οι κάτοικοι λοιπόν ζούσαν από την καλλιέργεια αυτών των κτημάτων. Στα ποτιστικά κτήματα, σπέρνανε αραποσίτι με φασολιές ανάμεσα και,τριφύλλi. Στα ξερικά στο, Διάσελο, Σταυρί, Κερπινή, έσπερναν,σιτάρι, βρώμη, βίκο και έναλάξ, για να ξεκουράζεται το χώμα, ξερικό αραποσίτι με ρεβύθια. Είχαν ακόμα, ελιές, καρυδιές, μυγδαλιές, αμπέλια. Οι Κακουραίοι όπως μου ανέφερε ο ξαδελφός ο Θοδωρής, είχαν πάντα κότες, κουνέλια, ένα γουρούνι που το έπαιρναν από τις Ράχες και το μουνούχαγε ο Χάκος (αυτό που δεν ήξερα είναι ότι στείρωναν και τις γουρούνες να μη ζητάνε). Κάθε σπίτι φυσικά είχε ένα με δύο άλογα ή γαϊδούρια, για να κάνουν τις μεταφορές, ξύλα, ελιές, καρύδια,σανό κλπ αλλά και για τα οργώματα. Ο θείος ο Ηρακλής είχε ένα ωραίο ψηλό άλογο. Για το όργωμα δανειζόταν άλογο από κάποιο συγγενή και αντίστοιχα έδινε κι αυτός το δικό του.. Όλα σχεδόν τα σπίτια του χωριού είχαν κήπους που ποτίζονταν από τρία αυλάκια που έρχονταν από το Κοκολάγκαδο. Για τη διανομή του νερού και την καλή κατάσταση των αυλακιών, φρόντιζαν οι νερουλάδες, την εποχή του 60 νερουλάς ήταν ο αρχικά Παράτας και αργότερα ο Κατσιαποτάσος. η πληρωμή τους γινόταν από τους χωριανούς σε είδος, κυρίως με σιτάρι. Αυτοί λοιπόν κανόνιζαν πόση ώρα δικαιούται ο κάθε χωριανός να ποτίζει τι ώρα θα έπαιρνε το νερό, θυμάμαι τη θειά μου τη Νικολέτα να βάζει το ρολόι νύχτα για να γυρίσει το αυλάκι. Αποτέλεσμα του άφθονου νερού που υπήρχε, ήταν ένα καταπράσινο χωριό που στα προκομμένα, αν και φτωχικά σπίτια του, δεν έλειπε τίποτα.
Στον κήπο της θείας μου, σωστός παράδεισος, υπήρχαν τα πάντα, πατάτες, ντομάτες, κρεμμύδια σκόρδα, καρότα,μέχρι μαϊντανός,και σέλινα. Έβαζε ακόμα, μαρούλια, μελιτζάνες, πιπεριές, και απαραίτητα φασολιές, κολοκυθιές και αγγουριές που σκαρφάλωναν στους φράχτες, ή σε μερικές κλάρες αραποσίτι για ψήσιμο που φύτευε η θεία ανάμεσά τους. Το χειμώνα υπήρχαν στον κήπο άφθονα ημερολάχανα και στην αρχή της Άνοιξης κουκιά. Ακόμα υπήρχαν στο χωριό μουριές για τις γίδες,αχλαδιές καρυδιές και πολλές ελιές,αχ αυτές οι θρούμπες οι ελιές της θείας δεν τις ξεχνάω ποτέ. 
Το νοικοκυριό των Κακουραίων συμπλήρωναν οι δύο γίδες που είχαν για το γάλα και τα κατσίκια,που τις έβοσκαν τα παιδιά κυρίως στο Βάλτο. Τέλος ένα σοβαρό μέρος του οικογενειακού εισοδήματος προέρχονταν από το παραδοσιακό λιτρουβιό που είχε όπως έχω ήδη αναφέρει ο θείος. 
Τον Αύγουστο η κίνηση στο χωριό βρισκόταν στο αποκορύφωμά της. Γέμιζαν τα σπίτια με κόσμο, γέμιζε η πλατεία, στα καφενεία γινότανε χαμός, δύσκολα έβρισκες καρέκλα να κάτσεις. Αντηχούσε το χωριό τις φωνές των πιτσιρικάδων αλλά και την οχλοβοή των ξενητεμένων που αντάλασαν χαιρετούρες μεταξύ τους και με τους ντόπιους που συναντούσαν μετά από πολύ καιρό. Το χωριό τότε είχε πάνω από 600 μόνιμους κατοίκους, φανταστείται τι γινόταν όταν πλάκωναν οι Αθηνιώτες αλλά και 'Αμερικάνοι". Ναι υπήρχαν αρκετοί Διβριτσιώτες εξ Αμερικής, που έρχονταν σχεδόν κάθε χρόνο για διακοπές στο χωριό, ανέφερα ήδη τον Βεζύρη, συχνά ερχόταν και ο Σούρτης και άλλοι ξενητεμένοι, μια φορά ήρθε και ο θείος μου ο Νίκος με από τη γυναίκα του και το γιό τους από τη μακρινή Βραζιλία. 
Οι Διβριτσαίοι φημίζονταν για δύο πράγματα, την εργατικότητά τους και τα γλέντια τους. Σε κάθε περίσταση, Χριστούγεννα, απόκριες, Πάσχα, έβγαζε την πίπιζα ο Πρεζολιάς, το νταούλι ο Μπατακούλιας και έστηναν χορό.
Το κανονικό πανηγύρι της Δίβριτσας είναι του Αι Νικόλα που είναι και ο προστάτης του χωριού, αλλά επειδή πέφτει χειμώνα το πανηγύρι γινόταν τον Δεκαπενραύγουστο. 
Πανηγύρι όχι αστεία, με τρεις ζυγιές όργανα, όσα σχεδόν τα καφενεία. Φανταστείτε τρεις ζυγιές με τα μεγάφωνα στη διαπασών να παίζουν ταυτόχρονα, γινόταν πανδαιμόνιο. Αυτό φυσικά δεν ενοχλούσε τους Διβριτσιώτες που ξεσάλωναν στο χορό με πρώτο τον Μπατακούλια και τις κόρες του, Οι παραγγελιές στα όργανα από τις παρέες που χόρευαν συνοδευόνταν και από χαρτούρα, 
Μια χρονιά εκτός από τα παραδοσιακά δημοτικά που στη νεολαία έκαναν θραύση τα σουξέ της εποχής όπως το, 
"Θα σου ρίξω φόλα στο σκυλάκι σου
για να μπαινοβγαίνω στο σπιτάκι σου
και το"Στου παιδιού μου τη χαρά, έσφαξα ένα κόκορα"
που ακούστηκαν,κατόπιν παραγγελίας καμιά δεκαριά φορές το καθένα. :
Το ξημέρωμα έβρισκε την πλατεία σαν βομβαδισμένη, οι μαγαζάτορες μάζευαν μπουκάλια από μπύρες, χαρτοπετσέτες και καπάκια από παντού, επέστρεφαν τις δανικές καρέκλες που είχαν πάρει από συγγενικά σπίτια και το χωριό επανερχόταν στην κανονική του μορφή. 
Αναγκαστικά το τέλος του πανηγυριού έφερνε και το τέλος των διακοπών μας. Μας σήκωνε η θεία αφώτιγα, μας έφτιαχνε καφέ που βρέχαμε με ψωμί για να ανοίξουμε τα μάτια μας, και με το φακό που είχε πάντα πάνω στο τζιάκι ή το λαδοφάναρο όταν δεν είχε μπαταρία μας συνόδευε μέχρι του Πολυζωγόπουλου για να πάρουμε το λεωφορείο της επιστροφής..

ΥΓ Οι περιγραφές για τη Δίβριτσα είναι όλες από τη δεκαετία του 60, η περιγραφή του πανηγυριού είναι από μετέπειτα εμπειρία μου.

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Επιστροφή στην κορυφή

Διαβάστε επίσης...