Τα γαλακτοπωλεία της Τρίπολης
Του Ιστοριοδίφη – Ιστοριογράφου Τρίπολης Νίκου Γαργαλιώνη
Επίκαιρο το θέμα μας μιας και το γάλα, το βούτυρο, η γιαούρτη (το γιαούρτι), τα γαλοκούλουρα, το γαλακτομπούρεκο, η γαλατόπιτα, τα τυριά… μετά τη γέννα των αιγοπροβάτων επανεμφανίζονται… Αυτή, μάλιστα, την εποχή, στα μέσα του χειμώνα, το γάλα είναι στο “φόρτε” του, ολόπαχο…!
Τα γαλακτοπωλεία στην Τρίπολη δίνουν το παρόν τους από τα τέλη του 19ου αι. και είναι συγκεντρωμένα περί την Κεντρική πλατεία… Αυτά τα προμηθεύουν, με γάλα, τα γύρο χωριά, όπως και τα συγγενικά τους σπίτια στην Τρίπολη προμηθεύουν οι χωρικοί… Θα λέγαμε, ότι ξεκινούν λίγο πιο μπροστά από τα ζαχαροπλαστεία· όμως, αμφότερα τα συναντάμε από το 1875 και μετά… με το 1900 ορόσημο, όπου αρχίζουν και καθιερώνονται… εννοείται χωρίς ψυγεία και σε “πρωτόγονη” κατάσταση… και με τους πλανόδιους, ανά τας ρύμας και τας οδούς, γιαουρτάδες με τις κρεμαστές τσανάκες και την παλάντζα να βγαίνουνε στις γειτονιές τις καλές μέρες του χειμώνα και τις απογευματινές ώρες του καλοκαιριού…
Μεγαλύτερη πρόοδο παρουσιάζουν από το 1922 και μετά, ήτοι προ εκατονταετίας που αρχίζουν και εξελίσσονται τα πράγματα με την έλευση-κάθοδο των Προσφύγων που είχαν αφετηρία τα παράλια της Μικρασίας και της Μαύρης Θάλασσας, και τους οποίους Πρόσφυγες, εμείς, ”οι έξυπνοι και πολιτισμένοι” τους υποδεχτήκαμε με τα επίθετα ”τουρκόσποροι” και τις γυναίκες τους ”παστρικιές ” και ”πουτάνες”… επειδή μπορεί να καπνίζανε ή να βαφόντουσαν ή να χορεύανε ευρωπαϊκούς χορούς…
Προ εκατονταετίας, λοιπόν, από σήμερα, αρχίζει στην Τρίπολη, βασικά, η εξέλιξη του τοπικού πολιτισμού μας αλλά και η απαρχή των γαλακτοπωλείων, για να μην πούμε και των ”καθωσπρέπει” φούρνων ενώ, τα ζαχαροπλαστεία, εδώ, προηγήθηκαν -από το 1905- με την εμφάνιση του χρυσοβιτσιώτη, Αναργύρου, και “προμηθευτού Βασιλέως”, παρακαλώ -“πρύτανη” του είδους της ζαχαροπλαστικής και με γαλλική φινέτσα διατηρώντας ζαχαροπλαστείο απέναντι στο σημερινό φούρνο Τσουκαλά!
Και τούτο, γιατί οι πρόσφυγες ήρθαν από την Πόλη και τη Σμύρνη, την Τραπεζούντα και το Ικόνιο… τόπους με μεγάλη παράδοση στα γαλακτοκομικά και γλυκίσματα… Και, προφανώς, αυτοί μάς έφεραν και την ευρωπαϊκή φινέτσα μιας και η Γαλλία είχε πολλά πάρε δώσε με την ”Υψηλή Πύλη” και όχι με την “ανύπαρκτη” Αθήνα και Ελλάδα… Οι Πρόσφυγες γνώριζαν την παρασκευή γαλακτοκομικών προϊόντων και αυτή των γλυκών, αφού οι Τούρκοι, ανέκαθεν, ήτανε ”οι μετρ” του είδους…, όπως και σήμερα συνεχίζουν να είναι, και να είναι παραδεκτοί και αποδεκτοί παγκόσμια, ως ειδικοί στα σερμπέτια και στα “γιαούρτ ογλού”… κάτι που δε γνώριζαν οι δικοί μας, ή αν γνώριζαν μαθαίνοντάς τα από τους Τούρκους, αυτό το επιτελούσαν χονδροειδέστατα α λα Μπαρμπαγιώργος στη στάνη να φιλεύει τον ανεψιό Καραγκιόζη με καϊμάκι…!
Όσο για τα Καφε-Ζαχαροπλαστεία ή Γαλακτο-Ζαχαροπλαστεία ή Καφε-Γαλακτο-Ζαχαροπλαστεία… αυτά όλα τα ”μπαιν μιξτ” είναι ιδέες και δουλειές, κυρίως, των τελευταίων δεκαετιών, από το ’70 και μετά θα λέγαμε… Το κάθε είδος ήταν αυστηρά προκαθορισμένο και ενιαίο… Το καφενείο πρόσφερε μόνο καφέ, ούζο, κονιάκ, τέιον και χαμαίμηλον, αναψυκτικά και γλυκά του κουταλιού. Το ζαχαροπλαστείο τα πάσης φύσεως παστοειδή και ταψιού και μόνο. Τα γαλακτοπωλεία ό,τι είχε σχέση με το γάλα· από ένα ποτήρι γάλα μέχρι κρέμες, ρυζόγαλα, βούτυρο-μέλι, καϊμάκι… Ειδικά, στα γαλακτοπωλεία επιτρέπανε να έχουν και γαλακτομπούρεκο και μπουγάτσα -και μόνο γαλακτομπούρεκο και μπουγάτσα- επειδή ήταν απευθείας παρελκόμενα του γάλακτος…· και, προφανώς, λουκουμάδες…
Ας ρίξουμε, όμως, μια γρήγορη ματιά στα γαλακτοπωλεία της πόλης μας, αν και άλλες φορές έχουμε αναφερθεί… κι αυτό κατά παράκληση της, εν Αθήναις, Τριπολίτισσας, κυρα-Νότας της πάλαί ποτε οδού Χατζηχρήστου και τώρα Κύπρου:
Τέσσερα ήταν τα παραδοσιακά προπολεμικά γαλακτοπωλεία που παρέμειναν και μετά τον Πόλεμο: Σπανού, Κανατά, Τσέκα και Κατσαρού. Το πρώτο, αυτό του Σπανού, ήταν στο ιδιόκτητο, μικρό διώροφο με το παραδοσιακό μπαλκονάκι και τα δύο παραθυράκια, δίπλα στο φαρμακείο Πετούνη, στη νοτιοανατολική γωνία της Κεντρικής πλ., κάτω από τις καμάρες… Η οικογένεια, με τα τέσσερα παιδιά -τρία αγόρια κι ένα κορίτσι, αν θυμάμαι- έμενε επάνω και το γαλακτοπωλείο ήταν από κάτω. Όλοι στη δουλειά. Ήταν μια μινιατούρα κουλτούρας -όπως τα φαρμακεία- με παραδοσιακά σκαλιστά έπιπλα, μικρά τραπεζάκια με μάρμαρο επάνω… κάτι σαν ”Βιενέζικη μπουτίκ”! Πρόσφερε εκλεκτά προϊόντα, με τη ζαχαρίτσα σε ειδικό μεταλλικό, και με πρώτο και καλύτερο το γαλακτομπούρεκο και την μπουγάτσα! Μπουγάτσα πάντα ζεστή γιατί από κάτω σιγόκαιγαν καρβουνάκια… Δε γνωρίζω ποια από τα παιδιά ζούνε, όμως ο ωραίος σαλπιγκτής στο Γυμνάσιο -νομίζω, ο Κώστας- μάς έφυγε πρόπερσι κατοικοεδρεύοντας στη Νέα Κίο!
Του Κανατά, που άντεξε τρεις γενιές, μέχρι τελευταία, με τον Γιάννη, ήταν ισόγειο κεραμοσκεπές, εδώ που είναι σήμερα και παραμένει κλειστό… Μεγάλη γκάμα η πελατεία του… με το γαλακτομπούρεκο, κι εδώ, να έχει τον πρώτο λόγο, κυρίως τα μεταπολεμικά χρόνια, όταν, αποκλειστικά το δούλεψαν τα ζευγάρια των δύο αδελφών, Μιχάλη και Ανδρέα, εκ περιτροπής. Τα έπιπλα ήταν αυτά που υπάρχουν και σήμερα, με τις καλαμένιες -αντί για ψαθί- καρέκλες και τους καναπέδες…
Ο ευτραφέστατος Τσέκας είχε το γαλακτοπωλείο του στη γωνία, Νικηταρά και Πλαπούτα, έναντι του σημερινού Ταχυδρομείου… Έφτιαχνε και λουκουμάδες και η πελατεία του ήταν λαϊκή. Όχι, δεν ήταν της περιωπής των Σπανού και Κανατά… Το καλοκαίρι, ο Τσέκας, τα βράδια του Σαββατοκύριακου δούλευε, ως ταμπής, στο καφενείο-μάντρα του σινεμά ”Εσπερος” -σήμερα, πολυκατ. Δαβλάντη πλ. Άρεως… Ήταν ευκαιριακό καφενεδάκι, με ξερολιθιά και με τραπεζάκια επί της πλατείας και επί του πεζοδρομίου, μόνο για τους θερινούς μήνες. Εκεί, τον θυμάμαι να κάθεται όρθιος με το μαστέλο και να πλένει-γεμίγει νερό τα εκατοντάδες ποτήρια… Παραδοσιακό γαλακτοπωλείο χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο και ξεχωριστό…
Ο Κατσαρός, κοντός, με τα πεταχτά μαλλιά του, με την ολίγον παχιά σύζυγό του είχαν το ”μίνι-σούδα” γαλακτοπωλείο τους -στην κυριολεξία μία σούδα- όπισθεν του Ι.Ν. Αγ. Βασιλείου -σήμερα, βιβλιοδετείο… Ήταν κι αυτό λαϊκό γαλακτοπωλείο με μία σειρά μικρά τραπεζάκια…
Ο Δεμάγκος με τα δυο αγόρια του -η σύζυγός του ήταν δασκάλα στο 4°- ήρθε, μεταπολεμικά, κι άνοιξε ένα εκλεκτό πεντακάθαρο γαλακτοπωλείο έναντι του ”Μεγάλου” καφενείου με καινούργια έπιπλα…
Εδώ και τρεις δεκαετίες, μόνη η “Αμάλθεια” εκπροσωπούσε κι εξυπηρετούσε όλη την πόλη (!)… όσους συνέχιζαν να σκέπτονται και να προτιμούν “ορίτζιναλ” γαλακτοπωλείο! Ναι, η “Αμάλθεια” που μέτραγε 30 χρόνια και βρισκόταν κάτω από τη νότια στοά της Κεντρικής πλ., στη γωνία, που, κάποτε ήτανε το σωματείο των αχθοφόρων με τον Καλύβα “αιώνιο” πρόεδρο… Σήμερα, κι αυτή έκλεισε αφού συνταξιοδοτήθηκε τ’ αφεντικό της…
Η δουλειά των γαλακτοπωλείων ήταν, κυρίως, πρωινή… Γέμιζαν τα τραπεζάκια από τις εφτά το πρωί… Το κάθε γαλακτοπωλείο είχε τη δική του πελατεία… Γέμιζαν τα τραπεζάκια -ένα άντε δύο άτομα έπαιρναν- από καταστηματάρχες που θ’ άνοιγαν τα μαγαζιά τους, από δημόσιους υπάλληλους αλλά και ιδιωτικούς, κάλφες και παραγιούς… Έπιναν ένα ποτήρι γάλα ή έτρωγαν ένα καϊμάκι ή βούτυρο με μέλι συνοδευόμενο από μία φέτα ”χάσικο ψωμί”… Όχι, το πρωί δεν έτρωγαν γιαούρτι… Το γιαούρτι το προτιμούσαν το απόγευμα. Σερβιριζότανε στο κεραμιδένιο κεσεδάκι, με ένα λιλιπούτειο μεταλλικό κυπελλάκι ζάχαρη και ψωμί…· σπάνια με μέλι… Ή σερβιριζότανε στο πιάτο με μέλι… Ένα μικρό μέρος της πελατείας ερχόταν, για δεκατιανό, π.χ. μία κρέμα…
Όμως, και από τα σπίτια έρχονταν και παίρνανε γιαούρτι, σε κεσεδάκια, μικρά ή μεγάλα. Την πρώτη φορά πλήρωναν τα κεσεδάκια. Τις άλλες φορές έφερναν κεσεδάκι άδειο και έπαιρναν γεμάτο πληρώνοντας το περιεχόμενο… Όλ’ αυτά, βέβαια, μέχρι που ανακαλύφθηκε το πλαστικό και τα ”νάιλον” κεσεδάκια… Εννοούμε, πως τότε ήτανε ”ορίτζιναλ” κεραμιδένια-χωμάτινα κεσεδάκια και όχι σαν τα σημερινά που είναι πλαστικές απομιμήσεις, ευτελούς αξίας…
Το γάλα, όπως είπαμε το έφερναν οι χωρικοί επάνω σε ποδήλατο από Μπολέτα, Μερκοβούνι, Μπεντένι, Μηλιά, Άγιο Βασίλειο… Κρεμούσαν τους κάδους αριστερά και δεξιά της “γύφτικης” σχάρας κι έρχονταν, καθημερινά, από τις έξι κι εφτά το πρωί, με το κρύο και τη ζέστη, με βροχές και χιόνια… Ήταν γάλα αρμεγμένο από το βράδυ και το πρωί… Γάλα πρόβειο -από τις αρχές Δεκέμβρη μέχρι το Πάσχα- και αγελαδινό και κατσικίσιο ολοχρονίς… Το κάθε γαλακτοπωλείο είχε τους δικούς του γαλατάδες… Όχι, δεν έφερναν το γάλα οι γυναίκες· οι γυναίκες, οι θρυλικές γαλατούδες, χειμώνα καλοκαίρι, με το γαϊδαράκο τους και μπουμπουλομένες με την πόλκα τους, διανέμανε το γάλα στα σπίτια γαλομετρώντας με τη μισιοκά και την πληρωμή να γίνεται κάθε Σάββατο… Ήταν γνήσιο και ολόπαχο γάλα κι όχι όπως σήμερα που δεν ξέρεις αν υπάρχει ίχνος γάλακτος!
Υπήρχε, βέβαια, και το γάλα “του κουτιού” -τότε είχε πέραση…- όπως “Βλάχας”, “Νουνού”… Το παστεριωμένο εμφανίστηκε από το ’70 και μετά στην Τρίπολη…
Όπως είπαμε δεν υπήρχαν ηλεκτρικά ψυγεία… Αυτά εμφανίστηκαν από το ’70 και μετά… Πρόδρομοι των ηλεκτρικών ήταν “του πάγου”, με πάγο από το εργοστάσιο του Μάμαλη. Τοποθετούσαν την κολόνα μέσα σε όρθια ξύλινα ψυγεία…
Το απομεσήμερο εμφανιζότανε στις μακρινές γειτονιές ο γιαουρτάς. Είχε στους ώμους του ένα κοντάρι από το οποίο, δεξιά κι αριστερά κρέμονταν δύο μεγάλες τσανάκες -μεγάλα κεραμιδένια ταψιά- με γιαούρτι. Η μία είχε γιαούρτι στραγγιχτό, το λεγόμενο σακούλας, και η άλλη με την πέτσα, η λεγόμενη τσουκάλας. Τον σταματούσε η γειτόνισσα κρατώντας ένα βαθύ πιάτο. Αυτός έσκυβε κι ακούμπαγε τις τσανάκες στο πεζοδρόμιο. Έπαιρνε το απόβαρο του πιάτου στην παλάντζα, και με την κεψέ του έκοβε με προσοχή τη γιαούρτη, κάθετα, προσπαθώντας να μην την κόψη στραβά και νεραπολύσει, και το περιεχόμενο το εναπόθετε, και ‘δω με προσοχή, στο πιάτο και από ‘κει στην παλάντζα του…
Τελευταίος των γιαουρτάδων, μεταπολεμικά, ήταν ο Παπανικολάου, πατέρας τον τριών αγοριών που μετά προόδευσαν σε άλλες δουλειές… με κουβέρτες και οικοδομές…
Τις Πασχαλινές μέρες που οι γυναίκες ήθελαν γάλα για τα γαλοκούλουρα έδιναν παραγγελία στο γαλακτοπωλείο τους και αυτό, με τη σειρά του στους χωρικούς προμηθευτές του…
Μεταπολεμικά, άνοιξε και “ο Κρίνος” σα γαλακτοπωλείο “με ολίγον ζαχαροπλαστείο” στη θέση, που, σήμερα είναι το υποδηματοποιείο Μποβέτα και, προπολεμικά, το εστιατόριο “η Κληματαριά”… Έκλεισε περί το ’60. Οι Δεμάγκος και Κατσαρός, περί το ’70 εγκατέλειψαν κι αυτοί… Το ίδιο και ο Σπανός· όμως, καμιά εικοσαριά χρόνια, αργότερα, ο Σπανός ξανάνοιξε με τον μακαρίτη, Γιάννη, τον γιο του… και τον Κανατά να συνεχίζει με τον Αντρέα και τη σύζυγό του και, τελευταία, με τον γιο του, τον Γιάννη, που, το έκλεισε προ πενταετίας “υποσχόμενος” πως θα το ξανανοίξει… “από τις ανάποδες”…!
Περί το ’70 άνοιξε και ο Μπάλος, φεύγοντας από τη θέση πλησίον της Ακαδημίας κι ερχόμενος στου Ντούρου, πριν οικοδομηθεί -αργότερα “Όσκαρ”. Ήταν ένα καθαρόαιμο λουκουματζίδικο και λιγότερο γαλακτοπωλείο… Το ’65 και για μια δεκαετία ο Ζούζουλας άνοιξε το δικό του καθαρό γαλακτοπωλείο στη Γεωργίου Α’ -δίπλα στου Μπιτσάνη τα σιδερικά…
Όταν, λέμε, καθαριότητα… είναι σχετικό… αφού η μύγα πήγαινε σύννεφο! Δεν υπήρχαν αποσμητικά και απωθητικά των εντόμων… ούτε απορρυπαντικά… Τι να σου κάνει το σαπούνι… για όλες τις δουλειές…! Γύρο στο ’50 τρομπάρανε με το “φλιτ” και κρεμούσανε, από το ταβάνι, κάτι ταινίες με κόλα όπου, κατά δεκάδες ή εκατοντάδες οι μύγες… Πλυντήρια πιάτων… ούτε στη φαντασία…· όσο για τα ποτήρια, κάθε βράδυ οι συνεπείς τα σαπουνίζανε κι έπειτα τα ξυδώνανε για να κόβουνε την μπόχα της γαλατίλας αλλά και για να τους δίνουνε γυαλάδα…! Εννοείται, πως δεν είχανε αποχωρητήριο, κι αν είχε κανείς απόφευγες…!
Τις παραμονές της Λαμπρής -τη Μεγαλοβδομάδα- τα μπακάλικα ήταν “μούρλια”! Είχανε την τιμητική τους! Φορούσανε τα γιορτινά τους! Διακοσμούσανε με δαφνόφυλλα και βαγιόφυλλα… ενώ, από τη Μ. Πέμπτη έβγαζαν στο πεζοδρόμιο καζάνια ή σκάφες με σωρό σακούλες γιαούρτη για τη Λαμπρή που στράγγιζαν… παρέα με βαρέλια φέτα και τουλουμοτύρια μέσα στην προβιά… οπότε πουλούσανε γιαούρτη σακούλας, τουτέστιν στραγγιχτό! Όταν ανέβηκε η οικονομία και φούσκωσε λεφτά η τσέπη του τριπολιτσιώτη, οι πασχαλιάτικες παραγγελίες γαλακτομπούρεκου, στου Κανατά -από τ’ ΄80 και μετά- ανέρχονταν σε εκατοντάδες ταψάκια το Μ. Σάββατο! Τα αρχοντόσπιτα που είχαν μεγαλοψηταριές δέχονταν τη γιαούρτη του “κουμπάρου” από το χωριό σε καζάνι, παρακαλώ!
Σήμερα, “πάπαλα” από γαλακτοπωλεία, εν Τριπόλει· όχι, “δεν τα πάτησε το τρένο αφού κι αυτό έχει μείνει στάσιμο”…· απλά “καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια”…
Σχετικά Άρθρα
- Παγκόσμια Ημέρα Οινοτουρισμού με ανοιχτά τα Οινοποιεία Τσέλεπου και Παναγόπουλου στην Αρκαδία
- Αρκαδία | Διευκρινίσεις για τη λειτουργία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας "OpenBusiness" και την απογραφή υφιστάμενων κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων
- Επιτυχής Αποτίμηση Δράσεων στην Αρκαδία | 384 πιστοποιημένοι άνεργοι επιστρέφουν στην αγορά εργασίας μέσω του προγράμματος «Δράσεις για Σένα»
- Το ημερολόγιο εκδηλώσεων στην Αρκαδία (ΑΝΑΝΕΩΝΕΤΑΙ)
- Κατσίρης για Δημοσθένη: "Καλό ταξίδι, άξιε Γιατρέ και Δήμαρχε!"





