Menu
RSS
Τρίτη, 19/03/2024
kalimera-arkadia logo
kalimera Arkadia Facebook pageKalimera Arkadia TwitterKalimera Arkadia YouTube channel
ΚΤΕΛ Αρκαδίας

Αρώματα νιότης...

Αρώματα νιότης...
ΓΡΑΦΕΙ : ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΚΑΡΊΚΟΥ.
Τα χειμωνιάτικα βράδια, σαν έπεφτε ο ήλιος και όλοι μαζευόμασταν στο παραγώνι του σπιτιού δίπλα στο τζάκι, τα αναμμένα κούτσουρα σπιθοβολούσαν και το λαδολύχναρο βρισκόταν πάντα κρεμασμένο στο λυχνοστάτη, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα θαλπωρής και ηρεμίας. Η μορφή της γιαγιάς, πότε φάνταζε φωτολουσμένη στο φούντωμα της φλόγας του τζακιού και πότε θόλωνε σαν γύριζε και ανακάτευε μ’ ένα μακρύ ξύλο τη φωτιά. Μετά έπαιρνε τη ρόκα της και, γνέθοντας, άρχιζε τα παραμύθια.
-Έτσι που λέτε, παιδάκια μου στο μισογκρεμισμένο σπίτι που είναι ξάγναντα στο καταράχι, πάνω από τις πεζούλες, άνθρωπος δεν ζυγώνει. Εκεί κοντά έχει ένα πηγάδι –μια τρύπα –που λένε ότι φθάνει μέχρι τις καταβόθρες. Τα ζωντανά που έπεσαν εκεί μέσα δεν τα βρήκαν ποτέ. Εκεί, λοιπόν, κοντά στο πηγάδι, στέκεται ακουμπισμένη μια νεράιδα ακίνητη φορώντας ένα μακρύ φόρεμα που έχει το χρώμα του φεγγαριού. Το πρόσωπο της είναι λευκό σαν το χιόνι, ο λαιμός της μακρύς σαν του κύκνου,τα μάτια της είχαν ένα γαλαζοπράσινο χρώμα σαν σμαράγδια. Αν κάποιος της χαλάσει την ησυχία, θυμώνει και τον πετροβολά. Εκεί κοντά είναι δυο πατουλιές από χορτάρι με δένδρα και άγρια κόκκινα τριαντάφυλλα. Λένε πως τα σκαλίζουν και τα ποτίζουν νεράιδες…(προσπαθούσε να μας απομακρύνει και να μας προστατέψει από κινδύνους με παραμύθια). Εμείς την ακούγαμε με κομμένη την ανάσα και μέσα μας θέριεψε η περιέργεια και η επιθυμία να πάμε να δούμε από κοντά τη νεράιδα.
Όσο αστραφτερή γινόταν η νεράιδα με τα λόγια της γιαγιάς, τόσο φούντωνε και η περιέργειά μας να τη δούμε από κοντά.
Η δασκάλα στο σχολείο, μας έλεγε ότι από τα τριαντάφυλλα γίνονται τα αρώματα. Εκεί λοιπόν έχει πολλά τριαντάφυλλα που δεν ανήκουν σε κανέναν …εκεί θα πάμε να μαζέψουμε τριαντάφυλλα και να δούμε και τη νεράιδα. Μια μέρα εκεί που ήμασταν στο δρόμο και παίζαμε, πήραμε τη μεγάλη απόφαση, να πάμε στο γκρεμισμένο σπίτι! Και ξεκινήσαμε! Ανεβαίναμε τα λιθόκτιστα σοκάκια κι όσο ανηφορίζαμε νιώθαμε ένα δέος για το τι θα συναντούσαμε. Κοιτάζαμε δεξιά-αριστερά μην μας πάρει κανά μάτι και στήναμε αφτί μην τυχόν και μας ακούσουν και μας εμποδίσουν.
Σκαρφαλώναμε μαζί στα πεζούλια, προσέχοντας να μην ακουμπήσουμε καμιά τσουκνίδα και πονέσουμε. Προχωρώντας, βρεθήκαμε μπροστά σε μια ψηλή μάνδρα με ξερολιθιά, που μέσα από τις χωμάτινες σχισμές της, ξεφύτρωναν αγριόχορτα. Πιο πέρα η μάνδρα είχε μια τρύπα.Περάσαμε μέσα από την τρύπα και βρεθήκαμε σ’ ένα μεγάλο χωράφι, γεμάτο πρασινάδα και τόπους- τόπους με γαϊδουράγκαθα. Όσο ανηφορίζαμε βλέπαμε μικρά καλύβια με τσίγκους και πέτρες στη σκεπή τους. Μια κατσίκα δεμένη μ’ ένα σχοινί άρχισε να βελάζει μόλις μας είδε, και πολύχρωμες κότες έτρεχαν από δω και εκεί τρομαγμένες. Κοιτάξαμε γύρω μας αμήχανα, ήμασταν αποφασισμένα να προχωρήσουμε μέχρι το τέρμα. Είχαμε πλησιάσει στο φράκτη με τις αγριοτριανταφυλλιές ..μπροστά μας το ερειπωμένο σπίτι έστεκε σαν να μας περίμενε. Μια βαριά αλυσίδα στην ξύλινη πόρτα περασμένη και δεμένη πρόχειρα, παράθυρα που ανοιγοκλείνουν μόνα τους από το φύσημα του αέρα. Κάναμε μερικά βήματα προς τα πίσω. Κοντοσταθήκαμε!.. «Να φύγουμε»!!, είπαμε τρομαγμένα, όμως η περιέργεια νίκησε το φόβο μας και προχωρήσαμε. Γύρω από στο σπίτι ραγισμένοι σοβάδες, τα ξύλινα δοκάρια της οροφής αιωρούνταν και ο αέρας αντηχούσε τον ξερό ήχο που συνόδευε το ράγισμα των ξύλων. Εμείς κοιτάζαμε με τρόμο τις σκιές που έριχναν τα παραθυρόφυλλα στον απέναντι τοίχο .Ξέσπασε κι ένα ανεμοβρόχι σαν ανεμοστρόβιλος, παρασύροντας φύλλα και ξύλα στο αέρα πάνω στη μισογκρεμισμένη στέγη. «Να φύγουμε»!..ψιθυρίσαμε. Σταθήκαμε λίγο αμήχανα. Ήταν και λίγο παιχνίδι να χοροπηδάμε από το φόβο μας. Οι θόρυβοι, ο ένας μετά τον άλλον, μεγάλωναν. Εμείς σταματήσαμε και την ανάσα μας,.. Η Χρυσούλα κάπου χτύπησε το κεφάλι της και μετά τινάχτηκε βλέποντας μία μεγάλη αράχνη στον ώμο της. Εκείνη τη στιγμή, βήματα και θόρυβοι ακούστηκαν στη σανιδόσκαλα και ένα σύννεφο σκόνης μας θόλωσε τα μάτια. Κάποιος βρισκόταν πολύ κοντά μας (η γιαγιά, μας είδε που φύγαμε και μας ακολούθησε) Ο φεγγίτης χτυπούσε από τον αέρα δαιμονισμένα. Κάναμε μικρά βήματα πίσω από τη μισογκρεμισμένη ξύλινη σκεπή. Το ανεμοβρόχι δυνάμωσε, οι ψιχάλες ακούστηκαν στους τσίγκους, εμείς κοιταχτήκαμε και τρέχοντας ουρλιάζαμε από φόβο.. Γέλια ακούστηκαν πίσω μας. Τρέχαμε, σκοντάφτοντας η μια πάνω στον άλλη και στο πέρασμά μας σέρναμε πέτρες από τα γκρεμισμένα πεζούλια που κατρακυλούσανε μαζί μας. Τα γέλια όλο δυνάμωναν και οι πέτρες μας ακολουθούσαν μέχρι που φτάσαμε στο δρόμο. Ήταν η νεράιδα άραγε; με κομμένη την ανάσα και αναψοκοκκινισμένα μάγουλα φτάσαμε στη γειτονιά μας. Η γιαγιά δεν ήταν εκεί. Έφτασε μετά από λίγο. Μας κοίταξε χαμογελώντας.
Το βράδυ γύρω από το τζάκι δεν είπε τίποτα για το γκρεμισμένο σπίτι. Ήταν σίγουρη ότι δεν πρόκειται να ξαναπάμε εκεί. Ούτε και εμείς ξαναζητήσαμε να ακούσουμε την ιστορία, ξέραμε πια πόσο επικίνδυνος ήταν εκείνος ο τόπος. Όσο για την νεράιδα, δεν προλάβαμε να την δούμε….. ούτε τριαντάφυλλα κόψαμε..

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Επιστροφή στην κορυφή

Διαβάστε επίσης...