Menu
RSS
Τρίτη, 19/03/2024
kalimera-arkadia logo
kalimera Arkadia Facebook pageKalimera Arkadia TwitterKalimera Arkadia YouTube channel
ΚΤΕΛ Αρκαδίας

Θεία Εὐχαριστία καί σύγχρονες ἀμφισβητήσεις της

Θεία Εὐχαριστία καί σύγχρονες ἀμφισβητήσεις της

(Κείμενο ἀπό τό ἔντυπο

«Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεῦχ. 111, Ἀπρ. - Ἰούν. 2020).

Ἡ Θεία Εὐχαριστία στό στόχαστρο νέων ἐπιθέσεων

Ἀφορμή νά ἀσχοληθοῦμε μέ τό θέμα τῆς Θείας Εὐχαριστίας δίνει τό γεγονός ὅτι, μεταξύ τῶν τραγικῶν καταστάσεων, πού ζήσαμε τό τελευταῖο διάστημα μέ τήν ἐξάπλωση πανδημίας τοῦ κορωνοϊοῦ, ζήσαμε καί μιά ἄνευ προηγουμένου ἐπίθεση ἐναντίον τοῦ ζωτικοῦ κέντρου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Κάποιοι συνάνθρωποί μας, ἄθεοι ἤ ἄπιστοι ἤ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας ἤ διαπνεόμενοι ἀπό κοσμικό καί ἀντιθρησκευτικό φρόνημα ἤ ἄσχετοι δημοσιογραφοῦνες καί πολιτικοί ἤ ἀκόμη καί ὀλιγόπιστοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, πρόβαλλαν καί συνεχίζουν νά προβάλλουν μέ κάθε μέσο τήν ἄπόψη ὅτι ἡ ἴδια ἡ Θεία Εὐχαριστία ἤ τουλάχιστον ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο αὐτή μεταδίδεται εἶναι ἐστία μολύνσεως. Μέσῳ αὐτῆς μεταδίδεται, ὑποτίθεται, ὁ κορωνοϊός καί κάθε ἄλλη μολυσματική ἀσθένεια, μέ ἀποτέλεσμα νά κινδυνεύει ἡ ὑγεία, ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ ζωή ὅσων κοινωνοῦν. Μέ ἄλλα λόγια, προβάλλεται ἔμμεσα ἤ ἄμεσα ἡ ἄποψη ὅτι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ προξενοῦν τόν θάνατο καί ὄχι τή ζωή, ὅπως πιστεύει διαχρονικά ἡ Ἐκκλησία μας!

Ὅπως εἶναι γνωστό, σέ κάποιες χῶρες (Γερμανία κ.ἄ.) ἀπαγορεύτηκε σαφῶς ἡ μετάδοση τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Τό ἴδιο ἴσχυε, βέβαια, καί στή χώρα μας τόν καιρό τοῦ «ἐγκλεισμοῦ», ἀφοῦ μέ τήν ἀπαγόρευση τῆς προσέλευσης στή θεία λατρεία ἀπαγορευόταν ταυτόχρονα καί ἡ μετοχή στή Θεία Εὐχαριστία. Εἶναι χαρακτηριστικό τό περιστατικό τοῦ Κληρικοῦ, πού διαπομπεύτηκε στά μέσα ἐνημερώσεως καί σύρεται στά δικαστήρια, ἐπειδή κοινώνησε κρυφά κάποιους πιστούς. Ὀρθόδοξοι Ἀρχιερεῖς τοῦ ἐξωτερικοῦ ἀναγκάστηκαν νά μήν μεταδίδουν τή Θεία Εὐχαριστία στόν Λαό, προκειμένου νά παραμείνουν οἱ Ἐκκλησίες ἀνοικτές καί νά τελεῖται, τουλάχιστον, ἡ Θεία Λειτουργία. Ἐκεῖ, βέβαια, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι μειονότητα, ἡ δέ συντριπτική πλειοψηφία τῶν Χριστιανῶν ἔχει ἄλλες ἀπόψεις γιά τή Θεία Εὐχαριστία (εἶναι π.χ Προτεστάντες, πού πιστεύουν ὅτι τά τίμια Δῶρα εἶναι ἁπλά σύμβολα τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ). Στή χώρα μας, ὅμως, πού ἡ συντριπτική πλειοψηφία εἶναι Ὀρθόδοξοι, γιατί νά ἰσχύουν τά ἴδια μέτρα; Ἄλλοι Ἀρχιερεῖς στό ἐξωτερικό, δυστυχῶς χωρίς νά ὑπάρχει «ἀνωτέρα βία», μετέβαλλαν τόν ἀπό αἰώνων καθιερωμένο τρόπο μεταδόσεως τῆς Θείας Εὐχαριστίας μέ τήν ἁγία Λαβίδα, ἐπινοώντας ἄλλους τρόπους μεταδόσεως. Ἄς προστεθεῖ στά παραπάνω καί τό γεγονός, πού πολυσυζητήθηκε στά μέσα ἐνημερώσεως, ὅτι ὁ πρώην Μητροπολίτης Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας Ἀμβρόσιος, στό τέλος τῆς Λειτουργίας τῆς 17/5/2020 ἀφώρισε τόν Πρωθυπουργό τῆς χώρας Κυριάκο Μητσοτάκη, τήν Ὑπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως καί τόν Ὑφυπουργό Πολιτικῆς Προστασίας Νικόλαο Χαρδαλιά, μεταξύ ἄλλων γιά τή στάση καί τίς δηλώσεις τους γιά τή Θ. Εὐχαριστία.

Ἀπό τά παραπάνω προκύπτει ὅτι ἡ ἄποψη τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τή Θεία Εὐχαριστία διαφέρει ἀπό κάθε ἄλλη ἀντίστοιχη ἄποψη. Οἱ ἐκ πεποιθήσεως ἄθεοι ἤ ἄπιστοι ἤ ἀγνωστικιστές ἤ ἑτερόθρησκοι ἤ ἐκτός Ἐκκλησίας εὑρισκόμενοι θεωροῦν τόν Ἄρτο τῆς Εὐχαριστίας «κοινό», δηλαδή δέν πιστεύουν ὅτι ἀποτελεῖ Σῶμα Χριστοῦ. Οἱ ἐχθρικῶς διακείμενοι βρῆκαν τή «χρυσή εὐκαιρία» νά ἐκδηλώσουν τό ἀντεκκλησιαστικό τους μένος. Ἀπό τίς χριστιανικές ὁμολογίες, ὅλο τό πλῆθος τῶν προτεσταντικῶν ὁμάδων καί ὅσες αἱρέσεις προέρχονται ἀπ’ αὐτό δέχεται ὅτι ὁ Ἄρτος καί ὁ Οἶνος μόνο συμβολίζουν τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι μιά ἁπλή τελετή καί ὄχι Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός δέχεται ὅτι εἶναι Μυστήριο, στό ὁποῖο μεταδίδεται τό ἴδιο τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἔχει ὅμως ἐπιφέρει ἀλλοιώσεις στόν χαρακτῆρα καί στή μορφή τῆς Εὐχαριστίας, ὅπως ἡ διδασκαλία γιά τή «μετουσίωση», ἡ τέλεση τοῦ Μυστηρίου μέ ἄζυμο ἄρτο, ἡ μετάδοση στούς λαϊκούς μόνο τοῦ ἄρτου κ.ἄ.

Πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι, ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τή Θεία Εὐχαριστία ταυτίζεται μέ τή διαχρονική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τό θέμα ἀπό τήν ἵδρυσή της μέχρι σήμερα. Ἡ διδασκαλία αὐτή μπορεῖ νά συνοψιστεῖ στίς φράσεις: α) τά Δῶρα τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι «αὐτό τοῦτο» (τό ἴδιο ἀκριβῶς) τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καί β) ἡ Θεία Εὐχαριστία μεταδίδεται «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον». Γιά νά κατανοηθεῖ, ὅμως, καλύτερα αὐτή ἡ διδασκαλία, ἄς δοῦμε τίς θεολογικές προϋποθέσεις της.

Τό «Μυστήριο τοῦ Χριστοῦ» καί ἡ Εὐχαριστία

Ὅταν οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι ἐξέπεσαν ἀπό τήν κατάσταση τοῦ Παραδείσου, φοβερές συνέπειες ὑπέστη ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ἡ φοβερότερη ἀπό αὐτές ἦταν ὁ θάνατος. Ἡ πτώση ἄνοιξε τίς πύλες γιά νά εἰσβάλλει ὁ θάνατος στήν ἀνθρώπινη ζωή. Ἀπό τότε ἄρχισαν οἱ ἄνθρωποι νά πεθαίνουν, ὅπως ἀκριβῶς εἶχε ἐπισημάνει ὁ Θεός στούς Πρωτοπλάστους (Γεν. 2,17). Στόν Παράδεισο δέν ὑπῆρχε θάνατος, γιατί ἐκεῖ ὑπῆρχε ὁ Θεός (ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό). Ὅ,τι κοινωνεῖ μέ τόν Θεό, ζεῖ γιά πάντα, δέν πεθαίνει ποτέ. Ὅ,τι δέν κοινωνεῖ μέ τόν Θεό, ἀναγκαστικά πεθαίνει! Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἀνθρωπο ἀκριβῶς γιά νά κοινωνεῖ μαζί Του καί νά μήν πεθαίνει ποτέ. Ἡ ἀποστασία (ἡ ἀπομάκρυνση) ἀπό τόν Θεό ἐπέφερε τόν θάνατο. Ἀλλά, ἐπέφερε καί ὅλα τά «παρεπόμενα» τοῦ θανάτου, ὅπως  τίς ἀσθένειες, τίς ἐπιδημίες, τίς πανδημίες, τούς μολυσματικούς ἰούς καί κάθε μορφή τοῦ κακοῦ.

Ὡστόσο, ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ δέν ἀνεχόταν νά βλέπει τό ἀνθρώπινο γένος νά στενάζει ὑπό τό κράτος τοῦ θανάτου καί ὑπό τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, τοῦ «ἔχοντος τό κράτος τοῦ θανάτου» (Ἑβρ. 2,14). Ἔθεσε, λοιπόν, σέ ἐφαρμογή ἕνα προαιώνιο σχέδιο γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, ἕνα «μυστήριον χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον» (Ρωμ. 15,24). Πρόκειται γιά τό «Μυστήριο τοῦ Χριστοῦ», κατά τό ὁποῖο ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος γιά τή σωτηρία μας. Στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκαν μέ μυστηριώδη καί ἀκατανόητο γιά μᾶς τρόπο δύο τέλειες φύσεις: ὁλόκληρη ἡ θεία καί ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση, χωρίς, βέβαια, τό παρείσακτο στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας. Καί εἶναι τόσο στενά ἑνωμένες στό ἕνα καί μοναδικό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου οἱ δύο αὐτές φύσεις, ὥστε ποτέ δέν διαιροῦνται καί ποτέ δέν χωρίζονται, ἀλλά εἶναι καί τόσο διακεκριμένες, ὥστε ποτέ δέν συγχέονται καί ποτέ δέν μετατρέπεται ἡ μία σέ ἄλλη. Στήν ἄρρητη αὐτή ἕνωση θεώθηκε ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἔγινε φύση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ Λόγου! Τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἔγιναν Σῶμα καί Αἷμα Θεοῦ καί, ὡς Σῶμα καί Αἷμα Θεοῦ, εἶναι πηγές ζωῆς καί ἀθανασίας. Θά λέγαμε, ἄν καί τά παραδείγματα δέν μποροῦν νά ἀποδώσουν τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ὅτι, ὅπως τό πυρακτωμένο σίδερο παίρνει ὅλες τίς ἰδιότητες τῆς φωτιᾶς, ἀλλάζει χαρακτηριστικά, ἀλλά δέν ὑπερβαίνει τή φύση του, δηλαδή δέν παύει νά εἶναι σίδηρος, κάπως ἔτσι θεώθηκε καί ἡ ἀνθρώπινη φύση στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.

Ἀπό αὐτή ἀκριβῶς τήν ἕνωση, καί μόνο ἀπ’ αὐτή, πηγάζει καί ἡ δική μας σωτηρία. Ὅ,τι ἑνώνεται μέ τόν Θεό, ἐκεῖνο μόνο σώζεται, διδάσκουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Καί πῶς ἑνώνεται κάποιος μέ τόν Θεό; Μόνο ὅταν ἑνώνεται μέ τό θεωμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί αὐτό γίνεται μόνο μέ τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Στόν Μυστικό Δεῖπνο ὁ Κύριος παρέδωσε τό Σῶμα Του, δηλαδή ὁλόκληρο τόν Ἑαυτό Του, στήν Ἐκκλησία, ὥστε νά μετέχει στό Σῶμα καί στό Αἷμα Του ὅποιος θέλει νά ζήσει «εἰς ζωήν αἰώνιον». Ἔκτοτε, ὅποιος κοινωνεῖ στή Θεία Εὐχαριστία γίνεται μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἐντάσσεται στή θεωμένη ἀνθρώπινη φύση Του καί σώζεται, γίνεται ἕνα μέ τόν Χριστό, ὁ Χριστός κατοικεῖ ἐντός του καί ἐκεῖνος κατοικεῖ ἐντός τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς εἶχε πεῖ ὁ Κύριος: «ἄν δέ φᾶτε τή Σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί δέν πιεῖτε τό Αἷμα Του, δέν ἔχετε ζωή μέσα σας ... Ὅποιος τρώει τή Σάρκα μου καί πίνει τό Αἷμα μου, ἔχει αἰώνια ζωή ... Ὅποιος τρώει τή Σάρκα μου καί πίνει τό Αἷμα μου, μένει ἐντός μου καί ἐγώ μένω μέσα σ’ αὐτόν» (Ἰω. 6, 53-56).

Ταυτόχρονα, ὅποιος κοινωνεῖ στή Θεία Εὐχαριστία γίνεται μέλος τῆς Ἐκκλησίας, γιατί καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ (Κολ. 1,24) καί τό Σῶμα αὐτό δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τό Σῶμα τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Γι’ αὐτό ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας (1322-1395) τονίζει ὅτι, «σημαίνεται ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς Μυστηρίοις», ἐννοώντας μέ τόν ὅρο «Μυστήρια» τή Θεία Εὐχαριστία, δηλαδή ἡ Ἐκκλησία φανερώνεται, ἀποκαλύπτεται, ἐκφράζεται στή Θεία Εὐχαριστία. Καί συνεχίζει: «Ἄν κάποιος μποροῦσε νά δεῖ τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὅπως πραγματικά εἶναι ... δέν θά ἔβλεπε τίποτε ἄλλο ἀπό τό (εὐχαριστιακό) Σῶμα τοῦ Κυρίου» (Εἰς τήν Θ. Λειτουργίαν, ΛΘ΄, 1-2).

Κάποιοι Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι ἰσχυρίζονται ὅτι στήν Ἐκκλησία μας δέν ὑπάρχουν πολλά Μυστήρια, ἀλλά ἕνα μόνο Μυστήριο, τό «Μυστήριο τοῦ Χριστοῦ», δηλαδή τό σωστικό ἔργο τοῦ Κυρίου (Ἐνανθρώπηση, Πάθος, Σταύρωση, Ἀνάσταση), τό ὁποῖο ἀπολήγει στή Θεία Εὐχαριστία. Ὅλα τά ἄλλα Μυστήρια (Βάπτισμα, Γάμος, Ἱερωσύνη κ.λπ.) εἶναι μορφές, ὄψεις ἤ ἐκδηλώσεις αὐτοῦ τοῦ ἑνός «Μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ». Ὄντως, παλαιότερα ὅλα τά Μυστήρια τελοῦντο μέσα στή Θεία Λειτουργία, ὅπως γίνεται μέχρι σήμερα μέ τή Χειροτονία τῶν Κληρικῶν, δηλαδή ἦταν ἑνωμένα μέ τή Θεία Εὐχαριστία, ὥστε νά δίνεται ἡ ἐντύπωση ἑνός μόνο Μυστηρίου.

Τό «φάρμακον τῆς ἀθανασίας»

Στή Θεία Εὐχαριστία, λοιπόν, μετέχουμε στό θεωμένο, ἀναστημένο, καί δεδοξασμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στό Σῶμα πού, μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου,  ἵσταται «ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός» «ἐν Δόξῃ». Τό Σῶμα αὐτό ἔχει ἤδη κατανικήσει τόν θάνατο. «Θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 6,9), οὔτε, βέβαια, ἅπτεται, οὔτε ἐγγίζει θάνατος τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά, οὔτε οἱ διάφορες μορφές τοῦ κακοῦ, οἱ σχετιζόμενες μέ τόν θάνατο, ὅπως οἱ ἀσθένειες καί ἡ φθορά, ἐγγίζουν τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό καί τό νεκρό Σῶμα τοῦ Κυρίου κατά τήν τριήμερο Ταφή Του, ἐπειδή ἀκριβῶς ἦταν ἑνωμένο μέ τήν θεότητα «οὐκ εἶδε διαφθοράν» (Πράξ. 13,37), δηλαδή δέν ὑπέστη τήν παραμικρή ἀλλοίωση, ὅπως συμβαίνει στά σώματα τῶν νεκρῶν.

Ὅταν, λοιπόν, κοινωνοῦμε, ὅλες αὐτές οἱ ἰδιότητες τοῦ δεδοξασμένου Σώματος τοῦ Χριστοῦ μεταδίδονται σέ μᾶς. Δηλαδή, μεταδίδεται ἡ ζωή (ἡ «αἰώνιος ζωή»!), ἡ ἀθανασία, ἡ ὑγεία, ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ Χάρις, ἡ σωτηρία, ἡ θέωση. Κατά συνέπειαν, εἶναι ἀδιανόητο νά πιστεύει κάποιος ὅτι μέσω τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νά μεταδοθεῖ κάποια μολυσματική ἀσθένεια. Ἄν αὐτές οἱ δωρεές τῆς Θείας Εὐχαριστίας δέν εἶναι ὁρατές καί ἔκδηλες σέ μᾶς, σημαίνει ὅτι κοινωνοῦμε χωρίς τίς κατάλληλες προϋποθέσεις, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια. Γι’ αὐτό, ἕνας ἀπό τούς μεγάλους Πατέρες τῆς πρωτοχριστιανικῆς ἐποχῆς, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος (50-113 μ.Χ.) ἀποκαλεῖ τόν εὐχαριστιακό Ἄρτο «φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν» (Πρός Ἐφεσίους, ΧΧ).

Στίς δωρεές τῆς Θείας Εὐχαριστίας μετέχουμε μέ κάθε τρόπο μεταδόσεως τῶν τιμίων Δώρων. Στήν Ἐκκλησία μας ἔχει ἐπικρατήσει ἡ μετάδοση μέ τήν ἁγία Λαβίδα, ὡς ἀσφαλέστερος τρόπος, λόγῳ τοῦ κινδύνου νά ἐκπέσει κάτι ἀπό τά τίμια Δῶρα ἐξ ἀπροσεξίας τοῦ κοινωνοῦντος. Ὡστόσο, παλαιότερα ὑπῆρχαν καί ἄλλοι τρόποι μεταδόσεως τῆς Εὐχαριστίας. Ὁ ἰδανικότερος εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο κοινωνοῦν μέχρι σήμερα οἱ Ἱερεῖς στό ἅγιο Βῆμα, δηλαδή ἡ μετάδοση τοῦ Σώματος στό χέρι τοῦ κοινωνοῦντος καί ἡ κοινωνία τοῦ Αἵματος ἀπ’ εὐθείας ἀπό τό ἅγιο Ποτήριο. Ὅμως, ὁ τρόπος αὐτός δέν εἶναι ἀπόλυτα ἀσφαλής. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ τρόπος μεταδόσεως τῆς Θείας Εὐχαριστίας μπορεῖ νά μεταβληθεῖ. Ὅταν, ὅμως, αὐτό γίνεται ἀπό φόβο, ἀπό ἀπιστία, ἀπό ἀμφιβολία κ.λπ. τότε ὑπάρχει σοβαρή ἐκτροπή ἀπό τήν πίστη.

Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σέ Ἐγκυκλίους πού ἐξέδωσε γιά τό πρόβλημα τῆς πανδημίας, τόνισε ἐπανειλημμένα: «Ἡ προσέλευση στήν Θεία Εὐχαριστία καί ἡ κοινωνία ἀπό τό Κοινό Ποτήριο τῆς Ζωῆς, ἀσφαλῶς καί δέν μπορεῖ νά γίνει αἰτία μετάδοσης ἀσθενειῶν» (9/3/2020). «Ἡ ὁποιαδήποτε ὑπόνοια γιά μετάδοση νοσημάτων ἀπό τήν Θεία Εὐχαριστία, ἀλλά καί ἀπό τόν τρόπο τῆς Θείας Μεταλήψεως, θίγει τήν δογματική Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, δέν γίνεται ἀποδεκτή καί εἶναι καταδικαστέα» (1/4/2020). «Τά ἀφορῶντα εἰς τό Ἱερόν Μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί τῆς Θείας Κοινωνίας τυγχάνουσιν ἀδιαπραγμάτευτα, ὡς ζητήματα Πίστεως, καί τηρεῖται ὅ,τι ἀκριβῶς ὁρίζεται ὑπό τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων καί τῆς Παραδόσεως τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας» (2/5/2020). Κατά τόν ἴδιο τρόπο, ὁ Μητροπολίτης Μαντινείας καί Κυνουρίας Ἀλέξανδρος καί ἡ Σύναξη τῶν Ἱερέων τῆς Μητροπόλεως διατύπωσαν τήν πίστη καί τήν ὁμολογία ὅτι «ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, πού προσφέρεται στούς Πιστούς ὡς Φάρμακον Ζωῆς καί σωτηρίας, καί καμμία λοιμική ἀσθένεια ἤ μολυσματικός ἰός ἠμπορεῖ νά τήν ἐπηρεάσει» (11/3/2020).

Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, προκειμένου νά προλάβει αὐθαιρεσίες Ὀρθοδόξων Ἱεραρχῶν ἀνά τόν κόσμο ὡς πρός τόν τρόπο μεταδόσεως τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀπέστειλε Γράμμα στούς Ἀρχηγούς τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (17/5/2020), ζητώντας τίς ἀπόψεις τους γιά τό θέμα. Στή συνέχεια, ἡ Ἱ. Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου τῆς 25/6/2020 διαπίστωσε «μέ ἱκανοποίησιν» ὅτι, ἡ γνώμη τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν «συμπίπτει πρός ἐκείνην τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου», τόνισε δέ ὅτι, «α) Τό Μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι ἀδιαπραγμάτευτον, διότι πιστεύομεν ὅτι δι’ αὐτοῦ μεταδίδεται εἰς τούς πιστούς αὐτό τοῦτο τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ “εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον” καί εἶναι ἀδύνατον διά τοῦ Μυστηρίου τούτου τῶν Μυστηρίων νά μεταδοθῇ εἰς τούς μεταλαμβάνοντας ὁποιαδήποτε νόσος. Δι' αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία παραμένει σταθερά καί ἀμετακίνητος εἰς τήν διδασκαλίαν αὐτῆς ὡς πρός τήν οὐσίαν τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. β) Ὡς πρός τόν τρόπον μεταδόσεως τῶν ἀχράντων Μυστηρίων εἰς τούς πιστούς, ἡ Ἐκκλησία, σεβομένη τήν Ἱεράν Παράδοσιν, τήν συνυφασμένην ἀρρήκτως μέ τήν καθ' ἡμέραν ἐκκλησιαστικήν πρακτικήν καί κενωτικήν ἐμπειρίαν, διακρατεῖ τά ἀπό αἰώνων καί μέχρι σήμερον ἰσχύοντα, ὡς φύλαξ καί φρουρός ἀνύστακτος τῶν παραδοθέντων ὑπό τῶν Ἁγίων Πατέρων, καί οὐδεμίαν ἀνάγκην εὑρίσκει δι' ἀλλαγήν τοῦ τρόπου τούτου καί μάλιστα ὑπό τήν πίεσιν ἐξωγενῶν παραγόντων».

Βέβαια, γιά τούς Ὀρθοδόξους τά παραπάνω εἶναι αὐτονόητα καί ἐπιβεβαιώνονται καθημερινά στήν ἐκκλησιαστική πράξη. Οἱ Ὀρθόδοξοι Ἱερεῖς, ἰδιαίτερα τίς μεγάλες ἑορτές, κοινωνοῦν χιλιάδες πιστούς μέ τήν ἴδια Λαβίδα καί στό τέλος καταλύουν τό ἅγιο Ποτήριο. Κανένας ἀπ’ αὐτούς δέν ἔχει νοσήσει! Μεταξύ τῶν κοινωνούντων, ὑπάρχουν προφανῶς, κάποιοι μέ μεταδοτικές καί μολυσματικές ἀσθένειες. Δυστυχῶς, ὁ κορωνοϊός δέν εἶναι ἡ μόνη μεταδοτική νόσος. Κάποιοι Ἱερεῖς ὑπηρετοῦν σέ Νοσοκομεῖα ἤ νοσηλευτικά ἱδρύματα γιά μεταδοτικές νόσους καί κάνουν ἀκριβῶς τό ἴδιο. Εἶναι χαρακτηριστικό τό παράδειγμα τοῦ μακαριστοῦ Ἱερομονάχου Χρύσανθου Κουτσουλογιαννάκη, ὁ ὁποῖος γιά δέκα ὁλόκληρα χρόνια (1947-1957) παρέμενε στή Σπιναλόγκα, κοινωνοῦσε τούς λεπρούς καί κατέλυε τό ἅγιο Ποτήριο μέ τήν ἴδια Λαβίδα. Ὅταν ἔφυγαν οἱ λεπροί, παρέμεινε ἐκεῖ ἄλλα δύο χρόνια (-1959) γιά νά τελεῖ μνημόσυνα στούς κεκοιμημένους!

Τρόποι καί προϋποθέσεις μετοχῆς

Ὡστόσο, ἡ Θεία Εὐχαριστία δέν μεταδίδεται χωρίς προϋποθέσεις, οὔτε ἐνεργεῖ χωρίς προϋποθέσεις. Μεταδίδεται μόνο σέ βαπτισμένους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς καί σέ ὅσους δέν βαρύνονται μέ μεγάλα ἁμαρτήματα. Διαφορετικά, ἡ Θεία Εὐχαριστία μπορεῖ νά καταστεῖ βλαπτική σέ ὅσους κοινωνοῦν ἀναξίως, ὅπως χαρακτηριστικά τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Κορ. 11, 27-32). Ἡ μόνη περίπτωση νά καταστεῖ ἡ Θεία Εὐχαριστία βλαπτική, ἤ τουλάχιστον ἀναποτελεσματική, εἶναι ὅταν κοινωνεῖ κάποιος ἀναξίως, γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία ἀποκόπτει προσωρινά τούς βαρέως ἁμαρτάνοντας ἤ μόνιμα τούς ἀμετανοήτους ἀπό τή Θεία Κοινωνία. Καί ἐπειδή καθένας ἀπό μᾶς δέν εἶναι κριτής τοῦ ἑαυτοῦ του, οὔτε μπορεῖ νά διακρίνει μέ ἀσφάλεια ποιό ἁμάρτημα εἶναι μικρό καί ποιό εἶναι μεγάλο, πότε κοινωνοῦμε ἀξίως καί πότε ἀναξίως, τό ἔργο αὐτό ἀνήκει στόν Ἐξομολόγο. Ἐκεῖνος, μέ τό Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, συγχωρεῖ ἁμαρτίες καί καθοδηγεῖ στό πῶς, πότε καί κάθε πότε πρέπει νά κοινωνοῦμε.

Ἐπί πλέον, ὅπως μιά πόλη προετοιμάζεται γιά νά δεχθεῖ τήν ἐπίσκεψη ἑνός ἐπισήμου, ἑνός ἀρχηγοῦ κράτους κ.λπ., καί ἡ ψυχή πρέπει νά προετοιμάζεται γιά τήν ὑποδοχή τοῦ Βασιλέως τῆς Δόξης, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ προετοιμασία αὐτή συνίσταται στή μετάνοια, στήν Ἐξομολόγηση, στήν καταλλαγή μέ τόν πλησίον, στή νηστεία, στήν προσευχή κ.λπ. Ἰδιαίτερα ἡ Ἐξομολόγηση καθαρίζει τήν ψυχή καί τήν καθιστᾶ κατάλληλη γιά νά κατοικήσει ὁ Χριστός ἐντός της. Στήν περίπτωση αὐτή, ὅταν δηλαδή συντρέχουν οἱ προϋποθέσεις, ἡ Θεία Εὐχαριστία ἐνεργεῖ ἀνάλογα μέ τήν πνευματική κατάσταση τοῦ κοινωνοῦντος. «Καί καθαίρει καί λαμπρύνει καί φωτός ποιεῖ μετόχους» ἀναφέρει μιά ἐκκλησιαστική Εὐχή. Αὐτό σημαίνει ὅτι, στούς μετανοοῦντες καί ἀγωνιζομένους κατά τῆς ἁμαρτίας παρέχει τήν ἄφεση, κατακαίοντας τίς ἁμαρτίες τους, στούς πιό προχωρημένους χαρίζει θεῖο φωτισμό καί στούς Ἁγίους χαρίζει θεοπτικές ἐμπειρίες.

Ὡς πρός τόν χρόνο τῆς Θείας Κοινωνίας, ἡ κοινή Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί τό κοινό φρόνημα τῶν Ἁγίων της εἶναι ὅτι ὁ πιστός πρέπει νά κοινωνεῖ τακτικά. Εἶναι πλάνη ἡ ἄποψη ἤ ἡ συνήθεια νά κοινωνοῦμε σέ ἀραιά διαστήματα ἤ τρεῖς φορές τόν χρόνο τίς μεγάλες ἑορτές. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί κοινωνοῦσαν σέ κάθε Λειτουργία. Γιά νά εἴμαστε πνευματικά ζῶντες καί ὑγιεῖς πρέπει νά κοινωνοῦμε συνεχῶς. Ὡστόσο, τό ἀσφαλέστερο εἶναι νά κοινωνοῦμε μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἐξομολόγου μας καί μέ τήν καθοδήγησή του, ὥστε ἡ μετοχή μας στό Μυστήριο νά εἶναι ὄντως «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον».

Ἱερεύς Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Επιστροφή στην κορυφή

Διαβάστε επίσης...